Κριτικές

Άνθρωπος και ποιητής

Της Γεωργίας Κακούρου-Χρόνη

 

Ο Νικηφόρος Βρεττάκος,όπως κάθε αληθινός δημιουργός, δημιουργεί την εποχή του. Μιλώντας για ποίηση μπορεί κανείς να μιλάει για χίλια δυο πράγματα, για ιδέες, για τεχνοτροπίες, για σχολές, για ρεύματα. Όλα όμως για ένα θ έλουν να μιλήσουν: Για τον άνθρωπο. Το ερώτημα είναι για ποιον άνθρωπο, για ποιον τύπο ανθρώπου.
Ποιον άνθρωπο πολιτογραφεί ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο ογκώδες έργο του; Τον άνθρωπο της ελευθερίας, της ευθύνης, της αλήθειας, της αγωνίας, του πόνου και προπαντός της αγάπης.
Αναφερόμαστε στον αληθινό δημιουργό, τον αληθινό ποιητή, που  γράφει κουβαλώντας ένα απόθεμα ζωής, την ποιότητα της εσωτερικής του ζωής, που γράφει από βαθιά ανάγκη να εκφραστεί, να επικοινωνήσει με τους άλλους ανθρώπους. Γράφει για να σπάσει τον κύκλο μέσα στον οποίο είναι κλεισμένος, για να αδελφώσει τον άνθρωπο με τον άνθρωπο.
Η αληθινή ποίηση δεν είναι μια ορισμένη ιδεολογία, δεν είναι μια θεωρία ή ένα κήρυγμα. Είναι τρόπος ζωής, είναι πράξη. Γι’ αυτό και το αληθινό ποιητικό έργο δε χωρίζεται από τη ζωή του ποιητή.
Αν αυτό ισχύει για τους ποιητές, ισχύει πάνω απ’ όλους για τον Νικηφόρο Βρεττάκο. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε την ποίηση από τη ζωή του, ούτε τη ζωή από την ποίηση. Και το κυριότερο. Η ποίησή του έχει την αλήθεια του ποιητή και η ζωή του την ειλικρίνεια και τη συνέπεια του ανθρώπου.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος είναι ο ποιητής-μάρτυρας της εποχής μας. Η μεταφυσική αγωνία που φώλιασε στα στήθη του αιώνα μας, η αλλοτρίωση του ανθρώπου, η διαλεκτική του καλού και του κακού, του όμορφου και του άσχημου, η ιστορική περιπέτεια του νέου ελληνισμού έσκαψαν το πρόσωπο και την ψυχή του.
Στο πρόσωπο έμειναν οι ρυτίδες και στην ψυχή ο πόνος. Ο πόνος, όχι ο ψυχικός, μα ο άλλος, ο ηθικός πόνος. Να γεννηθείς στην ωραία μοναξιά της Πλύμιτσας και σαν νοήσεις καλά τον κόσμο, να πονέσεις. Ο πόνος και η πατρική γη διασταυρώθηκαν και τα συναισθήματα του ποιητή ξαναπροίκισαν με απέριττη ομορφιά τον ήλιο, το νερό, τον αέρα, το φως. Πέρα από τη γνήσια ελληνικότητα του έργου του, η ποίησή του είναι ένα σήμα συναγερμού τωνσυνειδήσεων, είναι ένα προσκλητήριο για αφύπνιση, για αγώνα.
Άξονας της ζωής και της ποίησής του η αιώνια πάλη του καλού με το κακό, της ομορφιάς με την ασχήμια. Την ομορφιά που την ανακάλυψε ανοίγοντας τα μάτια του ο ποιητής στους συγκατοίκους του της Πλούμιτσας, στα αστέρια, στα ζούμπερα, στις ταπεινές μαργαρίτες και που γρήγορα – όταν επτά χρονών έρχεται στις Κροκεές για το δημοτικό σχολείο- έμαθε πως μόνον ο άνθρωπος από τα πλάσματα του Θεού, πολλές φορές, την στερείται.
Ο ποιητής δεν ανακάλυψε, λοιπόν, τη φύση –που οι περισσότεροι ποιητές μας την παραμέρισαν μεταπολεμικά-, όταν μεγάλωσε. Από παιδί στην Πλούμιτσα είχε την ομορφιά της φύσης στη φωνή του, στην ίδια του την ανάσα, στα ίδια του τα βήματα, κάτω από το δέρμα του. Γι’ αυτό και κάθε φορά επιστρέφει εδώ, χωρίς να φεύγει βέβαια από τον κόσμο. Δεν πρόκειται για φυγή, αλλά για καταφύγιο που θα του επιτρέψει να αυτοσυγκεντρωθεί, να ανασυνταχτεί, να επουλώσει τις πληγές και να σταθεί πάλι ορθός απέναντι στον ήλιο.
Στα πρώτα χρόνια της ζωής του ο ανοιχτός ορίζοντας της Πλούμιτσας του έδειχνε το πρόσωπο του Θεού, αλλά του έκρυβε το πρόσωπο του ανθρώπου και τον άφηνε ανυποψίαστο και εκτεθειμένο. Κάπως αλλιώς τον περίμενε τον κόσμο. Δεν φανταζόταν πως ο Κάιν ήταν τόσο παλιός. Ούτε βέβαια πως θα έβλεπε την Ειρήνη

Διωγμένη, βρεγμένη, λυσίκομη.
Ούτε πως θα γινόταν επικίνδυνο στους καιρούς μας
να βγαίνει ένας άνθρωπος έξω απ’ τη μήτρα του.
Ούτε πως θα πριόνιζαν το δέντρο της ζωής του πλανήτη μας
Ίσως το πι’ όμορφο δέντρο του σύμπαντος.

Ούτε πως το λόγο θα του τον αφαιρούσαν οι εξοπλισμοί, πως η επιστήμη και η τεχνολογία θα δούλευαν στο πλευρό του σκότους, ούτε πως ο άνθρωπος θα χρεωκοπούσε ηθικά προτού ο πυρηνικός όλεθρος γράψει το ύστατο ρέκβιεμ.
Δεν υποψιαζόταν, λοιπόν, πως το κακό θα έπαιρνε τόσες όψεις, όσες και η ομορφιά που τουλάχιστον πρόλαβε να την κλείσει μέσα του.
Γρήγορα η επαφή του με τα καταλυτικά προβλήματα του καιρού του, η πύρινη θύελλα των πολέμων και οι στάχτες που άφησαν, τον έκαναν ν’ αντικρύσει, να συλλάβει και να αναλύσει τα βαθύτερα ελατήρια της ιστορίας του Ανθρώπου και να ειπεί τη φοβερή λέξη: Γιατί;
Ετσι, στην ωραία εικόνα του κόσμου που έφερε μέσα του από μικρό παιδί, θα αντιπαρατεθεί μια άλλη εικόνα που έχει τα φοβερά χαρακτηριστικά της Χιροσίμα, όπου όλα είναι αβέβαια και απειλητικά μαζί, γιατί κρύβουν το απρόοπτο.
Η ωραία εικόνα, λοιπόν, του κόσμου που έφερε μέσα του από παιδί συγκρουόταν με τις πόρτες της νύχτας και των ανέμων που άνοιξαν γύρω του πολύ ενωρίς, από τότε ακόμη που παιδάκι στις Κροκεές ζει τον απόηχο της Μικρασιατικής καταστροφής. Εκείνη η ωραία εικόνα συγκρουόταν με τα παιδάκια του Βιετνάμ, της Μπιάφρα, της Κύπρου. Με τους χαμένους μικρούς ποιητές της γης.
Η αντίθεσή του σ’ αυτόν τον κόσμο, έγινε θαρραλέα κραυγή. Μια θαρραλέα κραυγή είναι ένα μεγάλο μέρος της ποίησης του Νικηφόρου Βρεττάκου.
Αισθάνεται όμως ταυτόχρονα –και αυτό είναι σημαντικό- μέτοχος της σκηνοθεσίας αυτού του δράματος και συνειδητοποιεί πως ό,τι έχει να κάνει θα το κάνει ανάμεσα στους ανθρώπους. Η δικαιοσύνη και η αλήθεια έχουν ανάγκη από τον δικό του αγώνα. Τον αγώνα του Ανθρώπου και του Ποιητή.
Πίστεψε πως ολόκληρη η αξιοπρέπειά μας ως ανθρώπων είναι δεμένη με το θάρρος, με το οποίο βάζουμε κάτω «υπό συζήτησιν» τον κόσμο και τη ζωή.
Ευθύνη, λοιπόν, έχουμε όχι μόνο για το άτομό μας, αλλά και για όλους τους άλλους:

Κάθε που γίνονταν κακό, οπουδήποτε, αυτόν
έλεγε ότι πρόσβαλαν˙ κάθε φορά κρατούσε το στήθος του
σα να πληγώθηκε. Κι’ όταν μιλούσε,
«πίσω απ’ τις λέξεις μου», έλεγε, «στέκονται όρθιοι όλοι
οι προσβλημένοι αυτού του κόσμου και χειρονομούν».

Αυτό είναι το βαθύτερο περιεχόμενο της ευθύνης. Ο νέος άνθρωπος που θα ανατείλει μια τέτοια ευθύνη πρέπει να έχει για να είναι άξιος του ονόματός του.
Ο ποιητής –αυτό είναι ολοφάνερο στην ποίησή του και τη ζωή του- δεν δέχτηκε ποτέ να παίξει το ρόλο του ανιδιοτελή παρατηρητή. Ήταν πάντοτε παρών στις μεγάλες στιγμές της ιστορίας. Από χρέος να κρατάει άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του. Η ζωή του, ο τρόπος της ζωής του, στάθηκε στο ύψος της ποίησής του. Η ποίηση και η ζωή του είναι μια υπεύθυνη πράξη.
Το πρόσωπο και οι στίχοι του Νικηφόρου Βρεττάκου χαράχτηκαν με τις πληγές της κατατσακισμένης ψυχής του. Πληρώνει τόκους και πρόστιμα για τον πόνο των ανθρώπων. Γίνεται κραυγή, διαμαρτυρία, που θα μας εμποδίσει να εκφωνήσουμε τον επικήδειο των ποιητών. Νιώθει χρεώστης απέναντι στον κόσμο, με ένα χρέος που θα κλιμακώνεται από την αληθινή καλημέρα που κάθε πρωί απευθύνει στον κόσμο ώς τη θυσία. Πονά γιατί ο κόσμος είναι και δικιά του υπόθεση:

Με την πληγή του στήθους μου πορεύομαι
Να κρύψω ενός πλανήτη την πληγή.

Ο ποιητής ενώνει τους ανθρώπους. Τους ενώνει ως ελεύθερες συνειδήσεις. Μέσα από τις ποιητικές του εικόνες, από τις γυμνασμένες αισθητικά λέξεις του, αφυπνίζει στον άνθρωπο το αίσθημα της ευθύνης:

εκπορνεύουν την αρετή, κι αν εσύ
αποστρέψεις το πρόσωπο, τότε δεν είσαι

ποιητής ή πολίτης αλλά ύποπτος.

Και θα απαιτήσει απάντηση ρωτώντας μας:

Εσύ δε θα βοηθήσεις σ’ αυτή την υπόθεση;

Ξέρει βέβαια πως οι φωνές των ποιητών, οι ηθικές φωνές είναι οι πιο αδύναμες στις μέρες μας. Κι όμως δεν θα σιωπήσει, ούτε θα υποκύψει στη φυγή, στο παράλογο, στον μηδενισμό, στη μοναξιά.

Κι ας λένε πως είναι μάταια όλα
πως αύριο στον σε κάθε φωνή,
αν υπάρχει φωνή, θ’ αποκρίνεται
η στάχτη του – εμείς συνεχίζουμε
(Τι έχεις αηδόνι μου; Όπως πάντα
και τώρα αγαπάς άρα υπάρχεις).

Με όπλο την αγάπη στον συγκεκριμένο, στον βασανισμένο άνθρωπο, που δεν έχει να φάει, που δεν έχει να πιει, που σκοτώνεται κάθε στιγμή σε κάποια γωνιά της γης θα αντισταθεί ο ποιητής στις καταλυτικές φωνές του αιώνα μας. Θα ζητήσει να φέρει λίγο ηλιόλαδο στις πληγές και θα τοποθετήσει τον Θεό μέσα στον άνθρωπο, που θα τον λατρέψει όπως οι φανατικοί λάτρευαν τον Θεό.
Η ποίηση που έχει μαθητεύσει στην οδύνη και στρατεύεται στην αγάπη του ανθρώπου θα είναι πάντα επίκαιρη. Εκτός και αν ξεγράψουμε τον άνθρωπο.
Πληρότητα και απλότητα χαρακτηρίζουν τη ζωή και την ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου. Και είναι δύσκολο πράγμα να ζήσεις και να γράψεις απλά. Η απλότητα προϋποθέτει μια βασανιστική πορεία μέσα στον πόνο και τη σοφία του κόσμου. Προϋποθέτει πως αναγνωρίζεις το χέρι του Θεού μέσα στα μικρά, στα ελάχιστα πράγματα που βλέπουμε γύρω μας, πως δέχεσαι την ποίηση που υπαγορεύει η αγία τους ύλη.
Η υπόσχεση φωτός που δίνει με το έργο του και η ζωή του ο Νικηφόρος Βρεττάκος συγκινεί και κατακτά μέσα και έξω από την Ελλάδα.
Από το θείο αρτοφόριο της ποίησή του ας δεχτούμε το αντίδωρο των στίχων του και ας κρατήσουμε τα κεράκαι του ποιητή αναμμένα.

Δημοσίευση στο "Φώτα και φωτισμοί του Νικηφόρου Βρεττάκου - Τρία χρόνια από την εκδημία του", Τετράδια Ευθύνης αρ. 33

 


 

Οι Ποιητικές Μεταμορφώσεις τον Βρεττάκου

[περ. Η Λέξη, τ. 12, 1982]
Της Τατιάνας Γκρίτση-Μιλλιέξ

«Της πατρίδας μου ήλιε καθαρέ
σαν ψυχή αγγέλου που σκέπτεται».
Οι δυο πρώτοι αυτοί στίχοι του «Αποχαιρετισμού» θα μπορούσαν επιγραμματικά σχεδόν να αποδώσουν ολόκληρη την ποίηση του Βρεττάκου.
Τούτη η ψυχή, τούτη η γλώσσα της αθωότητας που η παραμικρή σκιά μπορεί να τη σκοτεινιάσει, είναι όλος ό προβαλλόμενος κόσμος του Βρεττάκου.
«Ποιο γλυκειά θάναι η έρημος και η εξορία, η άμμος
μαλακό χόρτο θάναι κάτω απ’ τα πόδια μου
αρκεί να σώσω την ψυχή μου, ήλιε μου, και το λόγο μου».
Εγνοια του η ψυχή και ο λόγος.
Η αγιότητα - που είναι η διαύγεια τής ματιάς του -, η διαφάνεια της ψυχής του και η πίστη του στο ρόλο της ποίησης, ακόμα και μέσα στις πιο σκληρές ώρες, και μέσα από την κόλαση, προσπαθεί να προβάλει αυτό που θάπρεπε νάταν ο κόσμος.
Στο «Ποτάμι Μπυές», που είναι μιά κορύφωση μετά από τα οργισμένα ποιήματα της «Διαμαρτυρίας», εντείνεται αλλά και φωτίζεται το μαρτύριο με τον τρόπο που ο El Greco εξανθρωπίζει και άποπνευματώνει τον Αγιο Σεβαστιανό.
«Το φώς μπαίνει στό σώμα μου
όπως οι αχτίνες
από τα τζάμια των εκκλησιών
αναζητώντας τον εσταυρωμένο».
Αυτός ο λυρισμός του Βρεττάκου είναι η παλέτα του,  παλέτα σαν και κείνη του Φρα  Αντζέλικο, διάφανη,  τρυφερή, σε χρώματα παστέλ, που κάπου κάπου όμως σκοτεινιάζουν σαν τα σύννεφα που μαζεύονται πάνω απ' το Τολέδο.
Δεν είναι σύμπτωση η συνεχής παρεμβολή ζωγραφικών εικόνων στην ποίησή του, τις προκαλεί και, πολλές φορές, σαν τον Ρουώ – ή τους Βυζαντινούς - χαρακώνει με μια πλατειά λουρίδα σκουρόχρωμη - μαύρη συχνά - τα πιο λαμπερά ή τρυφερά του χρώματα.
Το φως - όπως στους πιο πάνω στίχους - τρυπώνει από τις πιο σκοτεινές γωνιές για να φωτίσει εσωτερικά ή εξωτερικά τον κόσμο του, είναι ένα ύστατο καταφύγιο γι' αυτόν.
«Το φως μπαίνει στό σώμα μου», γράφει το 1974.
«Το σώμα μου είναι τούτο τό βιβλίο
λάβετε φάγετε, άβυσσοι, ώρες, χώμα»,

έγραφε γύρω στο 1930, έφηβος ακόμα. Η εικόνα είναι παράλληλη στη θρησκευτικότητα αλλά και στη βαθύτατη συνείδηση τόσο του μαρτυρίου όσο και του λόγου. Η ποίηση για τον έφηβο, ήδη, δεν είναι μιαχαρούμενη άσκηση αλλά ουσία ζωής, δεν είναι λέξεις αλλά ο μετασχηματισμός τους σε λόγο, όπως και στον ώριμο άντρα, τον βασανισμένο και αυτοεξόριστο που αυτόφωτίζεται αναζητώντας τον τέλειο εαυτό του.
Στα βιτρώ τοϋ Βρεττάκου μαζί με τη σταύρωση εξαγγέλλεται μέσα απ' το φως και η αναμενόμενη ανάσταση.
«Κύριε πού φύτεψες τη ζωή στη γλάστρα του θανάτου» λέει σ’ ένα από τα πρώτα πρώτα του ποιήματα, που θυμίζει εκείνη την αξέχαστη εικόνα σ’ ένα φιλμ του Ιαχζολίνι, όπου ο εκδικητικός πατέρας του μεσαιωνικού επεισοδίου φυτεύει το κεφάλι του αγαπημένου της κόρης του στη γλάστρα του παραθύρου της. Τραγικός λυρισμός, φόβος και έρωτας, πάλη ζωής και θανάτου.
Όμως δεν παλεύει πολύ ο Βρεττάκος: διαλέγει. Διαλέγει τή ζωή και όλες οι δυσκολίες, οι αντιξοότητες, η πολύ στερημένη του νεότητα, δεν τον εμποδίζουν να ξεσπάσει μ’ ένα τρόπο απροσδόκητο, γιομάτο απ' τη χαρά και το θάμπος της ζωής, γιομάτο έξαρση και πανεποπτικό αντίκρυσμα του κόσμου. Η φύση «με κυκλικές ψηλώνει παρελάσεις/κι’ η θάλασσα ανεβαίνει στην αυλή μας», σαν και κείνο τον κήπο του Ελύτη, πολύ αργότερα, που έμπαινε στη θάλασσα κι αυτός.
«Ας κάμψουμε τα σύνορα του κόσμου,
καθώς ο ήλιος μ' αναμένα ρόδα».
Τι στοιχίζει στ' αηδόνι το τραγούδι κ' η ευγένεια
στην πρωινή βροχή; Αγαπηθείτε!».

Τό 1937 ο λυρικός Βρεττάκος μετασχηματίζει μέσα από την υπαρξιακή του αγωνία και τους ελεγειακούς του τόνους την ποίησή του σε γνήσια επική, με κείνο το θαυμάσιο «Ταξίδι του Αρχαγγέλου» που ήταν σταθμός στη νεοελληνική ποίηση της εικοσαετίας και προλέγει όλη την ηθιχή και ποιητική στάση του ποιητή.
«Το ταξίδι του Αρχαγγέλου» είναι η οδύσσεια της ελευθερίας, μιας ελευθερίας που δε γνωρίζει αφεντικό και σύνορα, μιας ελευθερίας που ο προφήτης ποιητής μαντεύει πόσο θα την αλλοίωναν και θα την προστυχεύανε και προσπαθεί να την διασώσει απομακρύνοντας το σκάφος του Αρχαγγέλου που είναι μια απομάκρυνση τραγική, βαρειά απ' τη γνώση.
«Περήφανο τή διεύθυνση του αλλάζει
κι’ αδιάφορο για τ' άγνωστο πλευρίζει».
«Χώρα καμιά της γης δεν του γλυκαίνει
τη μυστική του θλίψη. Καμιά χώρα
δεν θέλει ν' αντικρύσει».
Αν ο έφηβος Ρεμπώ με το «Μεθυσμένο Καράβι» του πρόβλεπε την προσωπική του μοίρα, ο Βρεττάκος προφητεύει τη μοίρα του κόσμου. Η γενιά του Βρεττάκου δεν υπάρχει αμφιβολία πως υπήρξε ή θυσιασμένη γενιά, αυτή που προσπάθησε να κερδίσει την ευημερία και την ελευθερία, αυτή που ξεκίνησε με το όραμα των ναυτών του Αρχαγγέλου - όραμα ευτυχίας -, που άγωνίστηκε για να το κάνει πραγματικότητα, πραγματικότητα που δεν την αξιώθηκε η ίδια.
«Η μοίρα είναι αδυσώπητη κι η λάμψη
της αυριανής αυγής θ’ ανήκει σ' άλλους.
Ομως εσείς, π' ερχόσαστε, μην ξεχάσετε
τή λυπημένη Ιθάκη».
Μέσα σ' αυτούς τους στίχους ενυπάρχει η ελπίδα, αυτή ή «αυριανή αυγή» που, έστω και αν ανήκει σε άλλους, δεν έσβησε.
Η εναγώνια αναζήτηση διεξόδου, οι σχέσεις με τον υπόλοιπο κόσμο, είναι ένας από τους βασικούς προβληματισμούς του ποιήματος. Η έξοδος απ' αυτό το χώρο, μπορεί να γίνει μόνο με μεγάλες δρασκελιές.
Ο Βρεττάχος το τολμάει, τις κάνει ανακαλύπτοντας με τρόπο πρωτεϊκό την «αιωνιότητα» που τον περιβάλλει. Τό φως πριν απ' όλα. Το στερέωμα. Αστέρια και ήλιος, θάλασσα και αμετακίνητα βουνά. Μέσα σε όλα αυτά που αποτελούν το σύμπαν θα εκτινάξει την ποίησή του, θα ερευνήσει εκστατικός τη γένεση της ζωής και, σαν πρόσωπο βιβλικό, θα σταθεί στην κορφή του Ταϋγέτου αντικρύζοντας τον καινούργιο του κόσμο:
«Έπεσε ξάφνου η πόρτα μου
κι' εφάνη ο μέγας κόσμος».

 


 

Νικηφόρου Βρεττάκου Το γυμνό παιδί

[κριτική από τη συγκεντρωτική έκδοση Λεωνίδας Παυλίδης, Κριτικά κείμενα, πρόλ.: Κρήνη Παυλίδου, επιμ.: Λευτέρης Παπαλεοντίου, Αθήνα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2006]

Του Λεωνίδα Παυλίδη

Τον βλέπω, μου φαίνεται, τέτοιον που είναι τον φίλο Βρεττάκο στ’ ομολογημένο φυσικό περίγραμμά του, αποτύπωμα της λυρικής του ψυχής. Ένα σκληρό, ορθόγραμμο αναμαλλιασμένο κεφάλι, που στην κεντρική του διαγώνια φέγγουν δυο μάτια καθάρια πόνου, γαλήνης και νοσταλγίας. Πάνω υψώνεται απότομα ένα μετωπικό πλάτος σιωπής κι οραματισμού, κάτω δυο χείλη σφιγμένα από φυσικού τους, μα που μπορούν σαν είναι η ώρα να διαπλατυνθούν σ’ ένα βαθυστόχαστο χαμόγελο. Και τ’ όλο πυργωτό σύνολο φεύγει σάμπως ανεμοκίνητο γοργά σ’ ένα κορμί στεγνό κι ακαθόριστο που πηγαίνει, σε βηματισμό, θα πεις, τρεκλίσματος για να φτάσει, περεγρίνος του κόσμου, των ιδεών και της τέχνης, σ’ ένα τέρμα καθορισμένο απ’ τη μοίρα των εκλεχτών της έκφρασης σαν αντιλάμπισμα μακρινής τεράστιας φωτιάς σ’ αξεδιάλυτο έρεβος…
Ο Βρεττάκος θεάται τη φύση που υπάρχει ανεξέλεγχτη στις εκδηλώσεις της, απροσδιόριστη στις εναλλαγές της, πανωραία, στοχαστική κι επιβλητική πάντα και προπάντων αενάως αυτοτελής, και γοητεύεται. Ενορά ταυτοχρόνως τον σύνδεσμο που υπάρχει ανάμεσά της και της ανθρώπινης προσωπικότητάς του και ιλιγγιά, αναταράζεται από ρίγη εκ των εγκάτων παραπεταμένα, ατελείωτα. Αισθάνεται και τη ζωή των ανθρώπων, των άλλων ανθρώπων της κοντικής και μεγάλης οικουμένης στη συναισθηματική αναρροή της, στην υφής της την κοινωνική, στο προσπέλασμά της στ’ ανοιχτά σύνορα προς το άτομό του και του ατόμου του προς αυτή και δημιουργεί επαφή μαζί της που του κατακαίει τη σάρκα, δονεί την ψυχή του, κινεί το πνεύμα του.
Κι αυτό το τρισυπόστατο αίσθημα που υπάρχει μέσα του, ενδιάθετα αληθινά, θετικά αυτοδύναμο, αναδημιουργικά κινητικό, τ’ ονομάζει μ’ ένα λυγμό πανδαιμόνιο ζωή του, Θεό του και μοίρα του. Γι’ αυτό διαρκώς απελπίζεται, εμψυχώνεται κι εγκαρτερεί:
Βραδιάζει στ’ ουρανού τα σύνορα
σε λίγο η θάλασσα θα χαθεί
κι εγώ θα μείνω κρεμασμένος στα βουνά που αρχίσαν
να πέφτουν σκοτεινά κι απότομα
στο γκρίζο φόβο του κενού.
Λίγο πριν μια δέσμη απ’ άγριες λάμψεις
ψήλωσε τον ορίζοντα. Λίγο πριν
γύρω μου οι βράχοι ξαφνίστηκαν κι αντιφέγγισαν…
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό:
Κάτω απ’ τ’ ανθισμένα σύννεφα
κάθομαι στον προβλήτα αυτού του λιμανιού,
εδώ που μόνο οι πιο βαθιά δυστυχισμένοι
αλλάζοντας ζωές, δάκρυα και βήματα
μπορούν να φτάσουν απ’ τα τέσσερα σημεία της νύχτας
και ν’ αφεθούνε μες τη ρέμβη του Θεού.

Κι ενώ πάει να σιγήσει, άξαφνα του ‘ρχεται σαν κεραυνοβόλο άστραμμα που σμίγει γη και ουρανό, τον εαυτό του με τον άνθρωπο, τους ανθρώπους όλους μαζί, η φοβερή απορία:
Ίσως ο πόνος να ‘ναι η γκρεμισμένη μορφή της αιωνιότητας…
Μα πριν τον αφανίσει το συνταραχτικό αναρώτημα, ανοίγει διάπλατα τα μάτια, τα στρέφει προς τη μορφή της αιώνιας Μητέρας, της δικής του και των άλλων κι αυτοβεβαιώνεται:
Φωτεινό χαμόγελο της ειμαρμένης
που λάμπεις γύρω μου στα σκληρά πλάγια
αποθεώνεις το τίποτα
τη γύμνια και τον άνεμο που με νανουρίζει…

Αυτό του αρκεί προς στιγμή, την ύστατη ανέθαρρη στιγμή, για ν’ αναθυμηθεί το λαμπρότερο δείγμα της ομορφιάς, της χαρούμενης φυσικής συγκατάβασης και πραότητας και λέει αναδιπλωμένος σε σχήμα πολύτροπο μπροστά στη φύση, στην ψυχή του και στον άνθρωπο, που είναι η εσώτατη και διαρκής λαχτάρα του και που αυτόν εκπροσωπεί στα μονιμότερα και πιο γόνιμα στοιχεία του:
Μου μένει ακόμη αυτό το πρόβλημα
του ήλιου που γυρίζει πάνω μου
και δε μ’ αφήνει να πεθάνω.
Αν με ρωτούσαν θα ‘λεγα. Δε θέλω.
Αν με ξαναρωτούσαν θα ‘λεγα πως δε μπορώ.
Κι αν με ρωτούσαν πάλι, θα ‘σκυβα το πρόσωπο
και θα ‘γραφα στην άμμο με το δάχτυλο.

Κι αυτό το κάμωμα της σφίγγας τού συμβαίνει, γιατί αναλύεται μέσα του ο πόνος και γίνεται δέος. Το τραγωδιακό δέος που σταθεροποιεί το φυσικό όραμα, αποσπά βίαια το άτομο απ’ την εξωτερική γοητεία και τους ανθρώπους απ’ τη μοίρα τους:
Σκεφθείτε λίγο τούτο το μυστήριο
της αναχώρησης και της επιστροφής!

Κι εδώ έγκειται αληθινά το μυστήριο της σωτηρίας που το νόησε ολοκληρωτικά ο Σοπενχάουερ, μα δε τ’ αγάπησε. Η θεληματική στάση της ζωής ενάντια στο θάνατο τον φυσικό και ψυχικό, τον νοητό και συναισθηματικό.
Γαλάζια γοητεία που κάνει επίσημη
την παρουσία μας μέσα στο μυστήριο.
……………………………………………………………
Του κάμπου με την ανοιγμένη πόρτα
που μια μητέρα θα χαϊδεύει τα παιδιά της.
……………………………………………………………
Έτσι φανταχτερά κάτω απ’ τη δύση
κι έτσι θαυμάσια σαν τη δυστυχία.

Και με όλα αυτά σου ‘ρχεται ν’ αναρωτηθείς: Τι πρόκειται να γίνει; Θα ξαναθαυματουργήσει ο ρομαντισμός; Κι αν το πιστεύεις, όσο κι αν σου το προβάλλει η παναισθησία σου, το βλέπουν τα μάτια σου, το ψηλαφεί η αφή σου, τ’ ακούεις και πιο πολύ το νοείς, ρωτάς: αν γίνει τούτο τ’ απίστευτο, πώς θα γίνει, πώς θα γίνεται ειδικά με τον Βρεττάκο;
Και λες, να που γίνεται, γιατί υπάρχει σ’ αυτό μια Μαργαρίτα, σάμπως σαν την Κόρη του Γκαίτε που δεν έμεινε ρομαντικός, πολύ πριν γράψει τον Ενδυμίωνα και βρει τον προσανατολισμό του Φάουστ. Αντιλαμβάνομαι το βάρος της ευθύνης για μια τέτοια πρόβλεψη όσον αφορά τον Βρεττάκο, παράφορο από φυσικού του κι επίμονο στις υπερβατικές εξάρσεις του. Πάντως λέω πως η Μαργαρίτα του Βρεττάκου, αν είναι προδήλως μικροδύναμη, δεν είναι όμως καθόλου μικρόχαρη. Έχει ανοιχτά τα μάτια και το βήμα σχεδόν σαν την Αντιγόνη. Εξάλλου οι σύγκαιρες υποβολές και τα προστάγματα της εποχής ευνοούν την έγκαιρη αλλαγή:
Πού πας καράβι με τη Μαργάρίτα;
……………………………………………………..
Ξαναπαίρνω το δρόμο. Φεύγω, φεύγω
αναβαίνοντας στ’ άπειρο ενώ ο ήλιος
ανεξάντλητος κιο ίδιος πάνω απ’ όλα
κοντοστέκει ευγενικά με το ραβδί μου
και συμβαδίζει πλάι μου…

Δε διακρίνεις ακόμη καλά πού πηγαίνει η ποίηση του Βρεττάκου, αλλά κάτι το πολύ και σωστό διαβλέπεις στη στέρεη τούτη βεβαίωσή του:
Στο σκοτεινό μου περίγραμμα
παφλάζει το φως του Θεού.
Και προπάντων την ακόλουθη θεληματική ομολογία του:

Βγήκα απ’ την έβδομη νύχτα του πόνου
κι αναλύθηκα μέσα στην άνοιξη.

Κι έτσι χαίρεσαι για την προσγείωσή του που την προαναγγέλλει άλλωστε με τ’ ακόλουθα πύρινα λόγια:
Εγώ τούτη την άνοιξη θ’ αγαπήσω με δάκρυα
που θ’ απλώσουν την άχνη τους ως την άκρη της Γης.
Δώσετε όλοι τα χέρια σας στα τέσσερα βάθη της
κι υψώστε το άπειρο πάνω στη φλόγα
να καεί μες τον όρκο. Κοιτάχτε τον κόσμο
που υφαίνει τη λάμψη του και ρυθμίστε το έργο σας!

Κι ελπίζει ύστερ’ απ’ αυτά που ακούεις κι εσύ ο δύσπιστος πως ο ποιητής σιμώνει με πίστη και χαρά τη θετή πραγματικότητα.
Καλοκαίρι! Μην πιστέψεις πως δεν συλλογιέμαι!
Η σκέψη μου είναι αγάπη κι η αγάπη μου σκέψη.
Κι ο πόνος μου έγινε ομορφιά! Όλα μέσα μου
μεταμορφώθηκαν σε άστρα! Μυστηριακή θεία δύναμη
που αναθρώσκει απ’ τα βάθη μου, αντανακλά και στολίζει
με την εξαίσιά της λάμψη το μηδέν και τη νύχτα!
……………………………………………………………………………..
Αγαπώ άρα υπάρχω!

Η αγάπη τούτη βαθιανάβρυσμα πόνου, αίσθησης και νόησης είναι γραμμή οροθετική ακατάλυτη. Συνδέει τη φύση με τη συνειδητή προσωπικότητα και τούτη μεμιάς με τον άνθρωπο. Κι έτσι έφτασε η νυχτερινή ανεμοτάραγη κι αλαφιασμένη πορεία της ψυχής του Βρεττάκου στο τέρμα. Το τέρμα τούτο το μακάρια απ’ όπου ξεκινούν ύστερα προς τη γαλανή έχταση της δημιουργίας όλοι οι γόνιμοι λογισμοί, όλες οι σπουδαίες κι επίσημες πράξεις ψυχολογικά και ιστορικά. Είναι τούτο το πρώτο κι έσχατο μαζί σημείο απ’ όπου συγκροτεί ο λυρισμός τον κύκλο του αθρώπινου προορισμού.
Το Γυμνό παιδί, ο πρώτος εξαίσιος καρπός της λυρικής πεζογραφίας του Βρεττάκου, που δυστυχώς δεν με παίρνει πια ο χώρος για να προβώ σε μια οσοδήποτε διαγραμματική ανάλυσή του, αρχίζει απ’ το τέρμα αυτό που κατέληξε η παφλάζουσα ανησυχία του ποιητή. Όσοι όμως διάβασαν το προτελευταίο τούτο δημιούργημα του Βρεττάκου θα συμφωνούν ασφαλώς με τη γενική εχτίμηση που κάνω παραπάνω. Είναι το θαύμα του ρομαντισμού του Βρεττάκου απογυμνωμένον απ’ τις πορφύρες και τα ράκη του και:
κατεβαίνει μουγκρίζοντας ν’ αγκαλιάσει τον άνθρωπο
σαν τον ωκεανό, που:
αναδιπλώνεται, αστράφτει και πηδάει

με δεν τρομάζει πια τον ποιητή, μα τον κάνει να λέει στο φοβερό μεγαθήριο της ασύστολης έμπνευσης:
Μείνε μόνος! Τι εμένα με κερδίζει ο μεγάλος
προορισμός του αιώνιου που δεν έχεις εσύ!

Σκέψη ευθεία, απόφαση θετική. Παρήγορο προμάντεμα δημιουργίας μέσα στα νοητά κι αισθητά όρια της τέχνης. Θα το ιδούμε αυτό τόσο γρήγορα όπως μα το υποβάλλει σταθερά αν και πρωθύστερα στο Γυμνό παιδί, που προηγήθηκε του Μεσουρανήματος της φωτιάς; Εγώ λέω πως θα το ιδούμε, γιατί ο Βρεττάκος φαίνεται έλλογα αποφασισμένος να συσταλεί και να δράσει…

 

Υλικό δημοσιευμένο από το Αρχείο Νικηφόρου Βρεττάκου/Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης
ΕΘΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΒΙΒΛΙΟΥ | ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ