(ομιλία του Νικηφόρου Βρεττάκου στην εκδήλωση επίσημης εισδοχής του στην Ακαδημία Αθηνών - 9 Φεβρουαρίου 1987)
Ποιητικός λόγος και εθνική αλήθεια
Υποχρεωμένος σύμφωνα με το εθιμοτυπικό της Ακαδημίας, να εκφωνήσω αυτή την ομιλία, πρέπει να σας βεβαιώσω από την αρχή ότι δεν θα μακρηγορήσω. Άλλωστε η αλήθεια δεν μακρηγορεί και προπαντός η εθνική μας αλήθεια, που βρίσκεται ευδιάκριτα σημειωμένη στην πλέον αδιάψευστη δέλτο της ιστορίας, που είναι η ελληνική ποίηση, από τον Όμηρο ως τις μέρες μας.
Δεν ξέρω πως μπορεί να ακούγεται αυτός ο λόγος σε μια εποχή που την χαρακτηρίζει η απομάκρυνση από τον κόσμο των ηθικών και των πνευματικών αξιών, πράγμα που σημαίνει απομάκρυνση από τον άνθρωπο εαυτό μας και από τον άνθρωπο πλησίον μας. Με δύο λόγια, παραίτηση από τον άνθρωπο μέσα στο υπόλοιπο ζωικό μας βασίλειο.
Ο ποιητικός μας λόγος κατοπτρίζει αυτό που είμαστε. Εννοώ το πρόσωπό μας ως λαού που υπήρξαμε και ως λαού που είμαστε, αν βέβαια οι χαρισματικές δυνατότητες του λαού αυτού που υπήρξαμε, εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα μέσα σε μας. Η ποίηση στον τόπο αυτό, δεν υπήρξε παιχνίδι της φαντασίας, υπήρξε ζωή και σε τελευταία ανάλυση υπήρξε Παιδεία. Τα πιο υψηλά διδαχτήρια και οι πιο υποδειγματικές εκκλησίες που λειτούργησαν ποτέ στον κόσμο αυτό, υπήρξαν τα αρχαία ελληνικά θέατρα, όπου ο ποιητικός λόγος, διαμοιραζόταν ως ένα είδος άρτου της ψυχής, με δικαιοσύνη.
Ο ποιητικός μας λόγος υπήρξε ο εκφραστής της ελληνικής μοναδικότητας, γιατί μέσα στους ποιητές λειτουργεί ο ίδιος ο κόσμος και η φωνή τους είναι φωνή του κόσμου αυτού. Εικόνα του φυσικού περιβάλλοντος και φωνή του ανθρώπου του οποίου η παρουσία αποτέλεσε το κέντρο της ελληνικής καρδιάς και του ελληνικού σκεπτικού.
Θα αναφερθώ στην παράσταση που τεχνούργησε ο Ήφαιστος πάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα: στο κέντρο του κόσμου βρίσκεται η γης με τα όρη και τις πεδιάδες της κι απάνω της ο ουρανός με τον ήλιο, με το φεγγάρι και με τον έναστρο κόσμο του. Και στο κέντρο του κέντρου όλων αυτών, βρίσκεται τοποθετημένος ο άνθρωπος. Και θα ήταν ιδιαίτερα γοητευτική μια υπερβατική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος είναι το κέντρο του σύμπαντος. Εκείνο το «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος» των σοφιστών, θα μπορούσε να γίνει το μοναδικό σύνθημα των ειλικρινών ειρηνοποιών μας σήμερα. Άλλωστε, το γνωρίζουμε πως και ο λόγος του Θεού όλων των θρησκειών, επενδύεται με λέξεις και αναδύεται μέσα από τον άνθρωπο μέσω των ποιητών του. Πράγμα που σημαίνει πως ο άνθρωπος είναι το ιερό του Θεού. Πρόκειται για μια ιδέα ή για μιαν αλήθεια και καλό θα ήταν να μπορούσε να φτάσει, και μάλιστα δια της ελληνικής οδού και προπαντός στους επιμελητές των ατομικών εξοπλισμών. Έτσι η διεθνής Παιδεία θα μπορούσε να διδάσκει πως το πρώτο πράγμα που πρέπει να μαθαίνει κανείς όταν έρχεται σ’ αυτό τον κόσμο, είναι η μέσα του αλήθεια, η οποία συνιστάται στο ότι κάθε μικρόσωμο πλάσμα από μας κλείνει μέσα του μια δυσανάλογη προς το σωματικό του περίγραμμα, υπαρξιακή διάσταση.
Πρόκειται για τις εσωτερικές εκείνες δυνάμεις που έχτισαν τα ομηρικά έπη, έκαμαν τον άνθρωπο να μείνει ολόκληρους μήνες στο διάστημα και να περπατήσει στο φεγγάρι. Είχε δίκιο λοιπόν ο Ήφαιστος τεχνουργώντας την ασπίδα του Αχιλλέα. Ακόμα και μες απ’ το μύθο προβάλλει η διαίσθηση και ο νους των Ελλήνων, οι οποίοι, όπως είπε ο Μπέρτραντ Ράσσελ, κατόρθωσαν, εδώ και χιλιάδες χρόνια, μιλώντας για ορισμένα θέματα, να ειπούν την τελευταία λέξη.
Αυτή η διαίσθηση και αυτός ο νους οδήγησαν ως την αποκάλυψη. θα αναφερθώ μόνο στην περίπτωση του Αρίσταρχου, που συνέλαβε και διακήρυξη το ηλιοκεντρικό σύστημα, την διπλή δηλαδή περιστροφή της γης γύρω από τον ήλιο και γύρω από τον άξονά της πράγμα που επιβεβαίωσαν πολλούς αιώνες αργότερα ο γαλιλαίος και ο Κοπέρνικος. Αυτό λοιπόν που ονομάζουμε ελληνικό, έρχεται από πολύ μακρυά και δεν αποκλείεται να πηγαίνει και πολύ μακρυά. Και αν το δεύτερο αυτό είναι τόσο αληθινό όσο και το πρώτο, τότε η πορεία αυτή προς το μέλλον, βρίσκεται μέσα μας και μέσα στις ψυχές των παιδιών των νηπιαγωγείων μας.
Στην ποιητική μου σύνθεση «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη», που την έγραψα όχι «εξ αιτίας πολιτικής» για να χρησιμοποιήσω το στίχο του Σολωμού ή για κάποιον άλλο από τους ιδιοτελείς λόγους που διέπουν τη ζωή μας σήμερα, αλλά απλώς για να μην οφείλω εκεί που χρωστάμε όλοι μας, μιλώντας για την ελληνική γλώσσα, λέω πως είναι το μακρύτερο ζων ύδωρ του κόσμου, που φτάνει ως εμάς «κατηφορίζοντας απάνω από τα λευκά μαλλιά του Ομήρου». Πραγματικά, πρόκειται για μια γλωσσική κοίτη, που κατέβασε πολλή ψυχή και πολύ φως, και που δεν σταμάτησε με την ολοκλήρωση του αρχαιοελληνικού θαύματος, το οποίο αποτελούν ο τέλειος λόγος, η αρμονική γραμμή, οι αρχές κάθε μορφής φιλοσοφίας, οι βάσεις των μεταγενεστέρων επιστημών. Έδωσε θεία έκφραση στο λόγο των Ευαγγελίων και συνεχίζοντας έφτασε και παρέλαβε την έξαρση των δημοτικών μας τραγουδιών, που κατά τη γνώμη μου εκφράζουν τον χρυσόν αιώνα του ελληνικού ψυχισμού.
Η κοίτη αυτή στην πορεία της δεν χάνει τον προσανατολισμό της. Όσο κι αν ο δρόμος της Αρετής είναι δυσανάβατος, όπως λέει ο Ησίοδος, το ελληνικό πνεύμα δεν αλλάζει κατεύθυνση. Η πορεία της, όπως το είπαμε άλλωστε, αρχίζει από ένα μοναδικό σε ύψος ορόσημο: από τα ομηρικά έπη που, όσο κι αν είναι παράξενο, όσο κι αν φαίνεται ανεξήγητο, αποτελούν το κορυφαίο μνημείο που χτίστηκε με λέξεις α’ αυτό τον κόσμο.
Η στερέωση των κτισμάτων αυτών μέσα στο χρόνο, όπως, για παράδειγμα, η Ιλιάδα, δεν οφείλεται μόνο στη λεκτική, τη μορφική και στη γενικά αρμονική εκφραστική της τελείωση, αλλά κατά κύριο λόγο στο πολύ ανθρώπινο στοιχείο που άμεσα ή έμμεσα διαρρέει τη μεγαλοπρέπειά της. Η Σιμόν Βέιλ σε μια σχετική μελέτη της, εκφράζει την έκπληξή της για την «εξαίσια αμεροληψία» του Ομήρου απέναντι στους δύο αντιπάλους. Και πραγματικά, νομίζει κανείς πως κι απ’ τις δύο πλευρές βρίσκεται ο ίδιος ο άνθρωπος που είναι μοιρασμένος στα δύο και κατασπαράζει τον εαυτό του.
Είναι σημαντικός ο στίχος του Αρχίλοχου: «Μια παλίρροια κυβερνά τους ανθρώπους». Πρόκειται γι’ αυτό το πλέγμα που ονομάστηκε Μοίρα και που το συναποτελούν από τη μια η θνητή μας φύση, που είναι υποκείμενη στις θλίψεις, τις οποίες συνεπάγεται η φθορά, κι από την άλλη οι δυνάμεις της βίας, στις οποίες χρωστάει αναρίθμητα μαρτυρολόγια το ανθρώπινο γένος. Αυτή τη μοίρα καταπολεμάει το ελληνικό πνεύμα. Βαθιά πίκρα αποπνέει στο σύνολό της η Ιλιάδα. Ο ποιητής στέκεται μπροστά στη συμφορά του ανθρώπου σαν ανθρώπου κι όχι σαν Έλληνα ή σαν Τρώα.
Το έπος αυτό των αρμάτων, είναι γιομάτο ανοίγματα που μέσα από τις μικρότητες και τον αλληλοσκοτωμό, βλέπουν στο φως και στην ομορφιά της ζωής, βλέπουν στην ειρήνη, η οποία όπως λέει ο Ευριπίδης, ασεβώντας προς το Δία, είναι η κορυφαία των Θεών. Η Ιλιάδα διακόπτεται συχνά από οριακές σκηνές ανθρώπινης τρυφερότητας. Θα περιοριστούμε μόνο σε μια. Ο Αχιλλέας κλαίει σπαραχτικά μαζί με τον εχθρό του το γέρο-Πρίαμο, του οποίου έχει σκοτώσει το γιο, τον Έκτορα, κι αυτός πέφτει στα πόδια του παρακαλώντας τον να του δώσει το νεκρό να τον ενταφιάσει. Ο Πρίαμος του θυμίζει και το δικό του γέρο-πατέρα και ο τόπος γύρω τους αντηχεί από τα γογγυτά του θρήνου τους. Καθένας κλαίει για το μερίδιο της δικής του μοίρας. Μοίρα του ενός, μοίρα και των δύο, μοίρα της ανθρωπότητας. Παράπονα, θρήνοι γυναικών, βαρυγκόμιες αγωνιστών συγκλίνουν μέσα στην Ιλιάδα και συναρθρώνονται σε μια κοινή διαμαρτυρία, που μοιάζει ως να είναι του ενός ανθρώπου, του ανθρώπου επί της γης. Είναι η άλλη εκείνη δύναμη, που θα τη λέγαμε, απλά, δύναμη του καλού και που αντιμετωπίζει τη μοίρα με πολλά, σπαραχτικά, γιατί. πρόκειται για το πνεύμα, που στο σύνολό του μπορούμε να το ονομάσουμε ελληνικό, χωρίς τον κίνδυνο να παρεξηγηθούμε από κανέναν, αφού το ελληνικό σημαίνει και παγκόσμιο, όπως έχει αποδειχτεί.
Δεν υπάρχει στην παγκόσμια ιστορία άλλη μορφή που να έχει τη μοναδικότητα της μορφής του Οδυσσέα. Αυτό και μόνο μπορεί να μας κάνει να ισχυριστούμε πως η μοναδικότητά του εκφράζει την ελληνική μοναδικότητα, μια μοναδικότητα που είναι δύσκολο να εξηγηθεί. Ίσως είναι πολλά τα μυστικά που βρίσκονται κρυμμένα ακόμη μέσα στη φύση. Πρόκειται για ένα αμετάβλητο αρχέγονο φως; Πρόκειται για ένα αμετάβλητο αρχέγονο κύτταρο; Κάποτε ο άνθρωπος ξέρει χωρίς να έχει διδαχθεί. Κάποτε ένα περίεργο ένστικτο ξεπερνάει τη γνώση. Πως αλλιώς να εξηγηθούν εκείνα τα τέλεια ειδώλια που κατασκευάστηκαν από τους πρωτόγονους εδώ και εικοσιπέντε χιλιάδες χρόνια, όπως υπολογίζεται, ή εκείνες οι θαυμάσιες παραστάσεις του σπηλαίου της Αλταμίρα, που σ’ ένα διαχρονικό διαγωνισμό θα έφερναν δεύτερο τον Πάμπλο Πικάσο με τις ανάλογες παραστάσεις του;
Το άλλο που μπορεί να υποθέσει κανείς είναι η μήτρα του ανθρώπινου πνεύματος, βρήκε εδώ πολύ φως, το φως που βλέπουμε και το φως που δεν βλέπουμε κι έκαμε την πλουσιότερη γέννα της σε πράγματα παγκόσμιου στολισμού, που τα εναπομείναντα βρίσκονται σήμερα παντού. Έτυχε να τα ιδώ ο ίδιος στο μουσείο του Λούβρου, στο Βρετανικό μουσείο, στο Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, στο Ερμιτάζ του Λένιγκραντ. Και έκλαψε η ψυχή μου. Κι όχι μόνο για το γεγονός αυτής της διασποράς. Αναλογίστηκα πως και εμείς ζούμε κάτω από το ίδιο λειτουργικό φως, το ψωμί που τρώμε βγαίνει από το ίδιο χώμα, μιλάμε την ίδια γλώσσα στην τελευταία από τις διαδοχικές εξελίξεις της, αλλά... Ας μην προσθέσω τίποτε άλλο εδώ. Ας ξαναγυρίσουμε στον Οδυσσέα.
Ο Τζέϋμς Τζόϋς στο ομώνυμο έργο του, βρίσκει πως το θέμα της Οδύσσειας είναι το πιο ανθρώπινο της παγκόσμιας και αναφέρεται στο περιστατικό της βίαιης στράτευσης του Οδυσσέα, που δεν ήθελε να πάει στον πόλεμο. Όταν πήγαν στην Ιθάκη να τον πάρουν ο Μενέλαος, ο Νέστορας και ο Πυλάλης, εκείνος όργωνε το χωράφι του κάνοντας τον τρελλό. και τότε για να τον εξαναγκάσουν άρπαξαν από τα χέρια της Πηνελόπης τον Τηλέμαχο που ήταν ακόμη βρέφος και απείλησαν πως θα τον πετάξουν στην αυλακιά που άνοιγε το υνί του αλετριού του. Ήταν οι δυνάμεις της βίας που τον ανάγκασαν έτσι να τις ακολουθήσει στην Τροία. Επιστρέφοντας μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια στην Ιθάκη, εξομολογείται στην Πηνελόπη τη λαχτάρα του να γυρίσει, να ζήσει εκεί βαθειά, θαλερά γεράματα, ανάμεσα στους λαούς του που θα τους ένοιωθε να ζουν ευτυχισμένοι γύρω του. Το τέρμα του ταξιδιού του οριοθετείται από την ανθρώπινη παρουσία, την οποία οραματίζεται να ζει χωρίς έγνοιες και πολέμους σ’ ένα κλίμα ειρήνης. Το μικρό του σώμα δεν μετράει μπροστά στα στοιχεία της φύσεως και τις άλλες σκοτεινές, εγκόσμιες εναντιώσεις. Αυτό που κοντραρίζεται με τον πουνέντε και με το σιρόκο και που εξουδετερώνει τον Κύκλωπα, βρίσκεται μέσα του. Αυτοεπιστρατεύει το άμετρο των εσωτερικών του δυνάμεων. Το πολυμήχανο μυαλό του βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση. Χρησιμοποιεί το δόλο που δεν έχει καμιά σχέση με την ανέντιμη δολιότητα, αλλά αποτελεί ένα είδος άμυνας με σκοπό τη διάσωση της αγίας ζωής και των ειρηνικών οραματισμών της.
Η μορφή του Οδυσσέα δεν θα μπορούσε να συμβολίζει παρά μόνο την πορεία του ελληνικού πνεύματος, την πορεία της ελληνικής ψυχής. Λωτοφάγοι, Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες, Κίρκη, Σκύλα και Χάρυβδη, κάθοδος ως τον Άδη, φυγή από το νησί των Φαιάκων, δίχως ένα καράβι από τα καράβια του, δίχως ένα σύντροφο από τους συντρόφους του, πάνω σ’ ένα ξύλο, που όπως λέει ο Όμηρος, ο ένας άνεμος το πετούσε στον άλλο. Δεν βούλιαξε και, μακάρι να μη βουλιάξει ποτέ.
Αυτή η απτή γης κι αυτό το έρμα ζωής που υπάρχει μέσα στη μυθοπλασία της Οδύσσειας, της αφαιρεί το μύθο και μας κάνει να την δεχόμαστε σαν ιδεατή αναπαράσταση μιας πραγματικότητας που δεν μπορούμε να την αμφισβητήσουμε. Στον Οδυσσέα βρίσκουμε τα εθνικά μας χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Την ευφυΐα και την περιπέτεια.
Θα τολμούσα να κάνω έναν περίεργο χαρακτηρισμό. Θα έλεγα πως ο Οδυσσέας αντιπροσωπεύει το ελληνικό σύμπαν. Ότι μέσα του υπάρχει και ο Προμηθέας, όπως και μέσα στον Προμηθέα υπάρχει και ο Οδυσσέας. Κι ο τελευταίος εκπροσωπώντας όλο το ελληνικό φάσμα σε μοίρα και ιδιοσυστασία, δεν θα μπορούσε να είναι άγιος όπως ο Προμηθέας. Ο Προμηθέας είναι δεμένος στον Καύκασο, ο Οδυσσέας είναι παρών παντού και πάντοτε. Τον άνεμο των εσωτερικών του δυνάμεων, σε ένταση και σε διάσταση μαρτυρούν τα ακριτικά και τα δημοτικά μας τραγούδια, απ’ όπου μιλάει η λαϊκή ελληνική γνησιότητα.
Νάχεν η γης πατήματα
κι ο ουρανός κερκέλια
να πάθιουν τα πατήματα,
να ‘πιανα τα κρεκέλια
ν’ ανέβαινα στον ουρανό
να διπλωθώ να κάτσω,
να δώσω σείσμα τ’ ουρανού
να βγάλει μαύρα νέφη.
Πρόκειται για μια τρικυμία ψυχισμού, τέτοια, που δεν θα μπορούσε να την διαβεί κανένα εχθρικό καράβι. Αυτή την εσωτερική ελληνική διάσταση, αυτό το μάκρος φαίνεται πως μετράει κι ο Σολωμός στον μεγαλειώδη στίχο του,
μακρύς ο λάκκος που άνοιξε και κλεί τον γίγαντά μου.
Το έθνος μας κι όταν είναι κράτος κι όταν υπάρχει χωρίς να είναι κράτος, είναι ένας Οδυσσέας που πορεύεται. Σε ποιό σκόπελο απ’ όσους έχει περάσει να βρίσκεται άραγε πάλι σήμερα ο Οδυσσέας;
Ακολουθώντας την ιερά οδό του ποιητικού μας λόγου, παρατηρούμε πως δεν αλλάζουν ποτέ μέσα του ούτε το φυσικό μας περιβάλλον ούτε το όραμα μιας ανθρώπινης, καθαρμένης ζωής που αποτελεί τη βαθύτατη επιθυμία του δοκιμαζόμενου ανθρώπινου πλάσματος. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε μάλιστα πως η αρχαία τραγωδία δεν θα είχε γεννηθεί αν πρωταγωνιστής της δεν ήταν η ίδια η αρετή. Μέσα στο λόγο της διολισθαίνει ένα φως, ένας νόμος, ο αντίνομος του νόμου, της βίας και της ασέβειας προς τις ηθικές αξίες, του οποίου φορέας γίνεται ο ποιητής, εκφράζοντας τη βαθύτερη θέληση του λαού που υπάρχει συγκεντρωμένος πίσω από τη δική του παρουσία. Γιατί όπως το έχουμε ειπεί ήδη, ο λαός εκβλασταίνει από τα σπλάχνα του τον ποιητή που έχει ανάγκη να τον εκφράσει. Αλλά κι όταν υπάρχει δυστοκία ως προς αυτή τη γένεση, ο ανώνυμος λαός, αναλαμβάνει να εκφραστεί μόνος του, όπως έγινε με τα ακριτικά και αργότερα με τα προεπαναστατικά δημοτικά μας τραγούδια, που κάποτε φτάνουν σε μιαν οριακή τελειότητα.
Η εσωτερική ποιότητα του μεγάλου ποιητικού μας λόγου, ταυτίζεται με την σε βάθος ποιότητα του ελληνικού λαού. Το γενικό του πνεύμα δεν αλλάζει σε όλο το μάκρος της ιστορικής του συνέχειας και εκφράζεται παίρνοντας γην και ύδωρ από τον τόπο, και εσωτερικό πλάτος από την παγκοσμιότητα. Τον διακρίνει η ίδια χρωματική και τον εκφράζουν τα ίδια σύμβολα που γίνονται ιδεογράμματα των ηθικών αξιών ή των βίαιων δυνάμεων στις διάφορές τους μορφές. Ενδεικτικά θα σταθούμε στον ελληνικό αετό. Στη Ραψωδία Μ της Ιλιάδας βρίσκουμε να σπαρταράει κρεμασμένο από τα νύχια ενός αετού, ένα χοντρό κόκκινο φίδι. Στον πρώτο πυθιονίκη του Πινδάρου, ένας αετός έχει κουρνιάσει πάνω στο σκήπτρο του Δία, με τις μακριές γρήγορες φτερούγες του κρεμασμένες τη μία από το ένα και την άλλη από το άλλο μέρος του σκήπτρου. Στους Πέρσες του Αισχύλου, ένας αετός που προξενεί τρόμο, χύνεται πάνω στο βωμό του Φοίβου. Και ο χτεσινός μας Ανδρέας Κάλβος, συμπληρώνοντας την εξωτερική μεγαλοπρέπεια του αετού με τη δική του εσωτερική μεγαλοπρέπεια, υπερβαίνει θα έλεγα κι αυτήν ακόμη τη θαυμάσια εικόνα του Πινδάρου.
Ως απ’ ένα βουνόν
ο αετός εις άλλο
πετάει κι εγώ τα δύσκολα
κρημνά της αρετής
ούτω επιβαίνω.
Ο ίδιος αετός και στο δημοτικό της Κρήτης:
πάνω σε βουνό σε ριζιμιό χαράκι
καθόταν ο αετός...
Ο βασιλιάς των πετεινών του ουρανού, συμβολίζει τον υπερήφανο στη σκλαβιά του ελληνικό λαό και απευθύνει παράκληση στον ήλιο της ελευθερίας. Κι ένας ακόμη χτεσινός αετός σ’ ένα κατοχικό δημοτικό της Λακωνίας: κατεβαίνει με ανοιγμένες τις ολόχρυσες φτερούγες του πάνω από τον τύμβο των 118 «κεκοιμημένων» της Σπάρτης.
Απ’ όποια πλευρά κι αν εξετάσει κανείς τον ελληνικό ποιητικό λόγο, παρατηρεί μια σταθερά όχι μόνο στη χρησιμοποίηση των εκφραστικών του συμβόλων, αλλά και του πνεύματός του βέβαια, που μοιάζει ως ένα είδος ευθύγραμμου φωτός. πράγμα που σημαίνει ότι αυτό που ονομάζουμε ελληνικό, παραμένει το ίδιο πάντοτε και από την άποψη της εξωτερικής και από την άποψη της εσωτερικής του γραφής. Το ίδιο σ’ ότι αφορά τον έρωτα, τον αέναα ανανεωμένο θρίαμβο της ζωής, τη φθορά και το θάνατο. Αντηχήσεις π.χ. από τους θρήνους των Τρωάδων συλλαβαίνει κανείς και σήμερα μέσα στο μοιρολόϊ της Μανιάτισσας. Ακόμη και η Παναγία στους θρήνους της, μολονότι έχει τεθεί επικεφαλής όλων των μοιρολογιστρών του κόσμου μας, δείχνει, χάρη στον εκφραστή των θρήνων αυτών, το Ρωμανό το Μελωδό, ως να συμπορεύεται στην οδό της Οδύνης μαζί με τις Ελληνίδες μητέρες. Το πανάρχαιο πνεύμα της αποστροφής προς το σκότος του Άδη, που και σήμερα ακόμη, παρά τη χριστιανική παρέμβαση, εξακολουθεί να εκφράζει ο θρηνητικός λαϊκός μας λόγος, δείχνει πως ένα από τα στοιχεία που βοήθησαν το ελληνικό πνεύμα στη μεγάλη του άνθιση, ήταν η με πάθος αγάπη προς τη ζωή, που είχε ως αποτέλεσμα την τάση της σκέψης προς τα πάνω, μέσα στο αντίστοιχο προς το σκότος του Άδη, ελληνικό φως.
Κι ακόμη, ίδιες είναι και οι εκκλήσεις και οι παραινέσεις και οι εξορκισμοί, που εκφράζουν τον ενδόμυχο ανθρώπινο πόθο, σε περιπτώσεις εθνικών παραστρατημάτων, όπως είναι η «μισητή διχόνοια» όπως λέει ο Ευριπίδης, «η απαίσια διχόνοια που μουλιάζει το χώμα με το αίμα των πολιτών» όπως λέει ο Σοφοκλής, «η δολερή διχόνοια» όπως λέει ο Διονύσιος Σολωμός. Αρχίζοντας από τον Όμηρο και περνώντας από το Βακχυλίδη, συναντάμε τις ίδιες διαδοχικές αρές να συνεχίζονται, άτονα και σποραδικά έστω, ακόμη κι ως ολιγωρία των μισαλλόδοξων δικών μας ημερών. Η φωνή είναι ίδια από την άποψη του τόνου και της εσωτερικής ταραχής, ως να μην ήταν πολλοί οι εθνικοί κήρυκες, αλλά ένας που μετασταθμεύει από τη μια στην άλλη εποχή.
Μέσα από τον ποιητικό μας λόγο ανακαλύπτουμε την ιδιαίτερα χαρισματική, την καλή πλευρά του εαυτού μας, καθώς και την πλευρά των αδυναμιών μας. Απότομες κορυφώσεις σε δύσκολες εθνικές ώρες και αμέσως, ή λίγο μετά, απότομες πτώσεις. Ωστόσο ο καλός σπινθήρας, βρίσκει κρύπτη και ενδημεί αφανής μέσα στο αίμα μας. Ο Οδυσσέας κοιμάται στην κουπαστή του. Δεν είναι τυχαίο το ότι ο λαό ς μας κάτω από τον βυζαντινό σχολαστικό λογιοτατισμό, διαμόρφωσε τη ζωντανή μας γλώσσα και σε μια κορυφαία του έξαρση με μέσο τον εντεταλμένο του ελληνικού πνεύματος Διγενή, αρνήθηκε το δικαίωμα του χάρου πάνω στην ελληνική λεβεντιά. Και δεν είναι τυχαία η έκρηξη του 1821 που εκσφενδόνησε στο ίδιο παράλληλο ύψος, από τη μια τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη κι από την άλλη το Σολωμό και τον Κάλβο. Ούτε το ότι αγράμματοι άνθρωποι συντάξανε, σε ύφος κλασσικό στην ιδιομορφία του, τις εθνικές τους διαθήκες, όπως ο Μακρυγιάννης.
Και νομίζω πως δεν θα ήταν υπερβολή, αν έλεγα π.χ. πως ο λόγος του Κολοκοτρώνη στην Πνύκα, έχει το ήθος, τη λιτότητα και την περιεκτικότητα που βρίσκουμε και στον Επιτάφιο του Περικλή:
«Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγε εις τον πόλεμον, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εξύμωνε, το παιδί του εκουβαλόυσε ψωμί και μπαρουτόβολα (...). Εις εσάς μένει να ισάσεται και να στολίσετε τον τόπο όπου εμείς ελευθερώσαμε. Και δια να γίνει τούτο πρέπει να έχετε ως θεμέλια της Πολιτείας την ομόνοια (...) και την φρόνιμον ελευθερία...».
Όλα αυτά τα παράδοξα της ιστορίας μας, αλλά ακόμα και οι πιο πρόσφατες εκλάμψεις του λαού μας, που όλοι τις ζήσαμε ή τις έχουμε πληροφορηθεί, δείχνουν πως δεν είμαστε ένας λαός που ήρθε από αλλού, σ’ αυτόν εδώ τον τόπο και δεν έχει καμιά ευθύνη απέναντι σ’ αυτόν και απέναντι στην ιστορία του. Και παρά τα φαινόμενα, η παρακμή είναι δυστυχώς φανερή, κάτι που δεν συμβαίνει άλλωστε πρώτη φορά, δεν πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ροή του ζώντος ύδατος έχει διακοπεί. Απλώς το νερό έχει βυθιστεί. Γίναμε υπήκοοι των αδυναμιών του καιρού μας και χάνουμε τη δική μας υπηκοότητα. Πάψαμε να ακούμε την εσωτερική μας φωνή, την ομιλία του δικού μας αίματος.
Δεν νομίζω πως είπα καμιά υπερβολή πάνω στην ιστορική εθνική μας αλήθεια, ούτε πως αυτή τη στιγμή λέω καμιά υπερβολή πάνω στην τωρινή μας αλήθεια. Άλλωστε ό,τι βλέπω εγώ, βλέπετε και σεις. Διάσπαση της εθνικής μας ενότητας, διάσπαση του «Εμείς» σε πολλά «Εγώ» που δεν τα ενώνει ούτε η ιστορία, ούτε το όνειρο για ένα καλύτερο αύριο. Διάσπαση ακόμη και στο πεδίο των πνευματικών ανθρώπων, όπου έπρεπε να επικρατεί η διαλογική τάξη. Μιλώ για την συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας που κατακαλύπτει και εξαφανίζει τις εδώ κι εκεί εξαιρέσεις. Θεωρούμε απαραίτητο για τη ζωή μας το να μην μείνουμε χωρίς να έχουμε κανέναν εχθρό. Δημιουργήσαμε έναν τέτοιο κανόνα ζωής, τον συνηθίσαμε και φοβόμαστε μήπως τον παραβούμε.
Να επιχειρήσει να δώσει κανείς ένα συνοπτικό διάγραμμα της εθνικής μας ταυτότητας όπως παρουσιάζεται αυτή τη στιγμή; τις επιδόσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού μας, στις οποίες γίνονται τιμητική ουρά και τα κάθε μορφής ενημερωτικά μας μέσα, τις γνωρίζουμε όλοι μας. Να ειπώ ότι η ηθική μας αντίσταση έχει καταθέσει τα όπλα και ότι κινδυνεύουμε να καταποντιστούμε μέσα στην ευρωπαϊκή χοάνη που αύριο θ’ αρχίσει να επεκτείνεται και προς τα εδώ; Να ειπώ ότι αρχίσαμε να κατεδαφίζουμε τη γλώσσα μας κι ότι αυτό ισοδυναμεί με κατεδάφιση του ίδιου του έθνους μας;
Θα περιοριστώ σε μια διαπίστωση μόνο. Παρά την καταβολή μεγάλου τμήματος, σε διαδοχικούς απελευθερωτικούς αγώνες, κατορθώσαμε να κερδίσουμε το ελάχιστο και να χάσουμε το μέγιστο. Να γίνουμε δηλαδή ένα κρατίδιο και να χάσουμε τον ψυχισμό μας, που αποτελούσε την προϋπόθεση για τη δημιουργία ενός πραγματικού έθνους. Περνάμε κρίσιμες ώρες και αυτό το κρατίδιο χρειάζεται τώρα μια καινούργια απελευθέρωση. Αν βέβαια υπήρχε μια λογική, εξισορροπημένη ανθρωπότητα, που θα είχε σταματήσει να παραβιάζει τη νομιμότητα της δικαιοσύνης (όλοι ξέρουμε τι γίνεται γύρω μας) θα λάβαινε ίσως συνείδηση των χρεών της και δεν θα παράβλεπε το ξοδεμένο αίμα και το ξοδεμένο πνεύμα, που προς τιμήν και προς υπόληψιν του ανθρώπινου γένους, έρευσαν σ’ αυτόν τον τόπο. Ίσως τότε αποφάσιζε να μεταβάλει τον ελληνικό χώρο σε ιερό άλσος. Κι ίσως μάλιστα να έστηνε και πινακίδες: «Μιλάτε σιγά», «περπατάτε σιγά».
Σκέψεις όμως όπως αυτή, που μέσα στον παραλογισμό των ημερών μας επικαλούνται ένα τέτοιο χρέος, μόνο σαν απλοϊκές μπορεί να θεωρηθούν. Υπάρχουν δυστυχώς εποχές που γίνεται κανείς απλοϊκός λέγοντας την αλήθεια. Κι είναι στ’ αλήθεια απλοϊκό, σε μια εποχή που κινδυνεύει να αναφλεγεί και να εξαφανιστεί ολόκληρο το μεγαλειώδες φαινόμενο της ζωής, να ζητάμε απ’ αυτή την απάνθρωπη ανευθυνότητα, σεβασμούς και ευθύνες. Κι αυτός είναι ένας λόγος περισσότερος, που επιβάλλει να συνέλθουμε εμείς, σαν φυσικοί κληρονόμοι που είμαστε, και να σκεφτούμε τι θα κάνουμε. Πως θα ανασυνθέσουμε τη φθαρμένη ελληνική μας ταυτότητα. Όλοι το γνωρίζουμε πως δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε μιαν ανανεωμένη εθνική παρουσία, έχοντας πάψει να λειτουργούμε πάνω στις ρίζες μας.
Το να γεννηθεί κανείς σ’ αυτή τη ζωή, είναι ευλογία. Το να γεννηθεί σ’ αυτό τον τόπο είναι διπλή ευλογία. Αλλά διπλό και το χρέος. Δεν πρέπει να πάψουμε να πιστεύουμε στη ρίζα μας. Και δεν πρέπει να θεωρούμε τολμηρή την ιδέα ότι, σε μια εποχή που ο άνθρωπος πάσχει ή αγωνία πάνω στον πλανήτη μας, η Ελλάδα ενδέχεται να μπορέσει να βοηθήσει και πάλι τον κόσμο με την πράξη ή με το λόγο της. Εθνικοί λόγοι, ανθρώπινοι λόγοι, θείοι λόγοι, επιβάλλουν να μην επιτρέψουμε να διαγραφεί από την διαρκώς συρρικνούμενη γλώσσα μας η λέξη «χρέος» με την ηθική έννοια του όρου που την εγγραφή της επιχειρώ απόψε, εις θέαν της πολιτείας, εις θέαν της εκκλησίας, εις θέαν των Πανεπιστημιακών μας, στην υψηλή προμετωπίδα αυτού του Ιδρύματος.
Κύριε Πρόεδρε της Ακαδημίας Αθηνών, Κύριοι συνάδελφοι, ευχαριστώ την ευγένειά σας για την εκλογή μου, που μου έδωσε σήμερα την ευκαιρία, από ένα βήμα όχι κοινό, να ειπώ τα λίγα αυτά λόγια.
Νικηφόρος Βρεττάκος, Ένας σύγχρονος κλασικός ποιητής
Ομιλία του Vincenzo Rotolo
Είναι διπλή η χαρά μου για τη σημερινή εκδήλωση: πρώτον, μου δίνεται η ευκαιρία να ξαναμιλήσω από το βήμα του ανώτατου πνευματικού ιδρύματος της χώρας μια εικοσαετία μετά την τιμή που μου έγινε με την ανακήρυξή μου σε αντεπιστέλλον μέλος του· δεύτερον γιατί αντικείμενο της ομιλίας μου θα είναι ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος.
Είναι αυτό ένα θέμα που δεν παύει να με γοητεύει μετά από μια πενηντάχρονη επαφή με την ποίησή του. Πέρα από το επαγγελματικό ενδιαφέρον του νεοελληνιστή για μια εξέχουσα μορφή των ελληνικών γραμμάτων, θέλω να τονίσω αμέσως πως ο Βρεττάκος αποτελεί μια σπάνια περίπτωση όπου ο δημιουργός και άνθρωπος συμπίπτουν απόλυτα σε μια ενιαία σύνθεση μοναδικής ομορφιάς, που όσοι είχαμε την τύχη να γνωρίσουμε από κοντά τον ποιητή μπορούμε να επιβεβαιώσουμε το βάθος της και τον πλούτο της.
Η κατάχρηση που υφίσταται εδώ και αρκετό καιρό το επίθετο «κλασσικός» έχει αποδυναμώσει τη σημασιολογική του φόρτιση, όταν το αναφέρουμε όχι σε αναγνωρισμένους εκπροσώπους του πνευματικού κόσμου παρωχημένων εποχών, αλλά σε νεώτερους ομοτέχνους μας. Κι όμως υπάρχουν περιπτώσεις όπου η χρήση αυτού του επιθέτου, προκειμένου να προσδιορίσουμε την ποιοτική ουσία ενός σύγχρονου θεράποντος της ποίησης, δεν είναι μόνο ταιριαστή, αλλά και επιβεβλημένη. Πιστεύω ότι ο Νικηφόρος Βρεττάκος ανήκει στην ολιγομελή ομάδα λογοτεχνών του καιρού μας που δικαιούνται τον τίτλο του «κλασσικού». Ζητώντας συγνώμη που αναφέρομαι σε πολύ γνωστά πράγματα, θα θυμίσω ότι ο όρος «κλασσικός», μεταγενέστερης λατινικής προέλευσης, μόνο πολύ αργά καθιερώθηκε στο κριτικό λεξιλόγιο των νεωτέρων γλωσσών. Είναι επίσης πασίγνωστο ότι στην ελληνική ρητορική παράδοση επικρατούσε ο όρος «δόκιμος», με την έννοια της σημερινής λατινογενούς λέξης «κλασσικός», που χαρακτήριζε όμως τους συγγραφείς πιστούς στους ορθούς γλωσσικούς τύπους του καθαρού αττικού, ή αττικίζοντος, λόγου.
Στις λίγες περιπτώσεις, λοιπόν, που η λέξη «κλασσικός» αρμόζει σε σύγχρονους πνευματικούς δημιουργούς, εννοούμε αυτούς που με το έργο τους κατόρθωσαν να διοχετεύσουν το μήνυμά τους σε μεγάλο αριθμό συνανθρώπων τους, κατακτώντας μια θέση που υπερβαίνει τα χρονικά όρια της ατομικής τους ανθρώπινης ύπαρξης, και αφήνοντας πίσω τους υποδειγματικά πρότυπα για μελέτη, απομίμηση, στοχαστική επεξεργασία, εκτός βέβαια από τις συγκινησιακές παρορμήσεις που ο ποιητικός λόγος ασκεί διαχρονικά.
Νομίζω ότι η ποίηση του Νικηφόρου Βρεττάκου εκπληροί απόλυτα τους όρους αυτούς και εξακολουθεί ακόμη, μια εικοσαετία σχεδόν μετά το θάνατό του, όχι μόνο να ελκύει τη συναισθηματική μας ευαισθησία, αλλά και να τροφοδοτεί τη σκέψη μας, και να κεντρίζει με τον πάντα επίκαιρο προβληματισμό της.
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος ευτύχησε ν’ αναπτύξει τη συγγραφική του δράση για ένα χρονικό διάστημα μεγαλύτερο από εξήντα χρόνια, αφού η πρώτη του ποιητική συλλογή Κάτω από σκιές και φώτα δημοσιεύθηκε το 1929, και η τελευταία, Συνάντηση με τη θάλασσα, βγήκε την ίδια χρονιά που πέθανε, το 1991, χωρίς να λογαριάσουμε τη συλλογή Το χρυσό αμάξι, που δημοσιεύθηκε μεταθανάτια το 2000. Πρέπει να διευκρινίσουμε επί του προκειμένου πως ένας μικρός προάγγελος της συλλογής αυτής, σε μορφή του ομότιτλου ποιήματος «Το χρυσό αμάξι», ακούστηκε από το στόμα του ποιητή κατά την τελετή της ανακήρυξής του σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών λίγους μήνες πριν πεθάνει, και δημοσιεύθηκε δύο χρόνια αργότερα στον τόμο Μνήμη του ποιητή Νικηφόρου Βρεττάκου.
Εξετάζοντας αναδρομικά το σύνολο του ποιητικού του έργου νιώθουμε ένα συναίσθημα πραγματικού δέους μπροστά στο επιβλητικό, σε όγκο και αξία, πνευματικό κληροδότημα που μας άφησε. Από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποίησής του είναι η απέριττη μεστότητά της και μια ουσιαστική ιδεολογική συνέπεια παρά τις αντιξοότητες μιας δραματικής ανθρώπινης πορείας. Η εξαιρετική λεκτική ενάργεια της ποίησή του δεν είναι καρπός κάποιας έμφυτης ευκολίας να μετατρέπει σε ρέοντα ποιητικό λόγο την εκάστοτε έμπνευση της στιγμής: κάτι παρόμοιο, δηλαδή, με τη μαγική στιχουργική ευχέρεια του Οβιδίου, που οτιδήποτε επιχειρούσε να γράψει του ‘βγαινε σε μορφή στίχου, όπως ομολογεί ο ίδιος: «quod temptabam scribere versus erat» Αντίθετα, η φραστική τελειότητα του Βρεττάκου είναι αποτέλεσμα κοπιώδους και βασανιστικής προσπάθειας. Όποιος έτυχε να παρακολουθήσει από κοντά τον ποιητή την ώρα που βυθιζόταν ολόκληρος στη δημιουργική διαδικασία, ξέρει ποια σκληρή δοκιμασία αντιμετώπιζε, με αγωνία και πείσμα, για να δαμάσει το γλωσσικό όργανο και να πετύχει την υπέρβαση στη δομική κατασκευή των στίχων.
Προλογίζοντας την επιλεκτική έκδοση των ποιημάτων του, που βρήκε το 1964 με τον τίτλο Εκλογή, ο Βρεττάκος, για να δικαιολογήσει τη συνηθισμένη του τάση προς διορθωτική παρέμβαση στο κείμενο ποιημάτων που είχαν ήδη δημοσιευθεί, προβαίνει συγχρόνως σε μια δήλωση άκρως διαφωτιστική ως προς τις αντιλήψεις του γύρω από τη συγγραφική εργασία: «Προϊόντα εκρηχτικών συγκινήσεων τα περισσότερα [δηλ. ποιήματα], επιβάλανε το δικό τους άταχτο σύνολο, κι επειδή η δουλειά της καθημερινότητας δεν επιτρέπει σ’ ένα ιερέα της ποίησης νά ‘ναι τέλειος, μου στάθηκε δύσκολο να στρογγυλέψω τις μορφικές και μουσικές τους ανισότητες. Το ποίημα για να γεννηθεί χρειαζόταν την αισθητική συγκίνηση που διέθετα, ενώ η τελειότητά του χρειαζόταν το χρόνο που δεν διέθετα».
Η έκφραση «ιερέας της ποίησης» δεν είναι απλώς μια εμφατική μεταφορά, άλλωστε αρκετά συνηθισμένη στους παραδοσιακούς κύκλους των γραμμάτων, αλλά εκφράζει μια ριζωμένη ιδέα του Βρεττάκου για τη λειτουργία της ποίησης, που εκείνος την αντιλαμβάνεται όχι μόνο ως επιτακτική ανάγκη μετατροπής της μυστηριώδους δημιουργικής ορμής σε καθορισμένα σχήματα λόγου, αλλά ως εκπλήρωση ενός ηθικού χρέους έναντι του κοινωνικού συνόλου. Η έννοια αυτή του χρέους προβάλλεται συχνά, άμεσα και έμμεσα, από τον Βρεττάκο. Με τη λέξη «χρέος» μάλιστα, τιτλοφορούνται δύο ποιήματά του, που εκφράζουν αυτή την ακατανίκητη εσωτερική του ανάγκη.
Σε πολλά ποιήματά του, άλλωστε ο Βρεττάκος, ενώ αναγνωρίζει, με τη γνωστή του μετριοφροσύνη, το περιορισμένο βάρος της προσφοράς του, διεκδικεί όμως, με αρκετή δόση περηφάνιας, τη γνήσια λειτουργικότητά της. Χαρακτηριστικά όσα λέει πάλι στον Πρόλογο της Εκλογής : «...χωρίς να είμαι βέβαιος ότι είμαι ποιητής, ξέρω τώρα πως δεν είμαι τίποτε άλλο. Θα μου ήταν αρκετό, αν τουλάχιστον βεβαιωνόμουνα πως με μέσο αυτή την ποίηση έκαμα το χρέος της ζωής μου...»
[Πρακτικά Ακαδημίας Αθηνών. Δημόσια συνεδρία της 20ης Απριλίου 2010]
Ο αντιπολεμικός Βρεττάκος
Του Αθανάσιου Γκότοβου
(Από την Επέμβαση του Μουσολίνι στην Αιθιοπία, 1935, μέχρι τον Πόλεμο του Κόλπου, 1991)
...Κατάρα / σ’ όσους πρόφεραν / τη λέξη «πυρ»
Κατάρα / σ’ όσους την άκουσαν
Ότι αυτοί / δολοφόνησαν / το Θεό...
Με αυτά τα λόγια οριοθέτησε τη στάση του ο ποιητής απέναντι στον πόλεμο, θέση από την οποία δεν αποστασιοποιήθηκε ούτε στιγμή ως το 1991 που αποχαιρέτησε τον «φίλον του κόσμο». Ήταν μόλις 23 χρόνων όταν ευθαρσώς κατάγγειλε την επέμβαση του Μουσολίνι στην Αιθιοπία και συμπληρώνοντας τους Μακαρισμούς της ομιλίας του Ιησού επί του όρους των Ελαιών, καταδίκασε την υποκριτική στάση των εκπροσώπων του Θεού επί της γης απέναντι στον πόλεμο, στο πρόσωπο του πάπα.
Το ολογοσέλιδο έργο του Ο πόλεμος θα καεί ως «επικίνδυνο» τον επόμενο χρόνο από τη Μεταξική δικτατορία προσφέροντάς του όμως και την πρώτη δικαίωση στο επίπεδο της αντιπολεμικής του στάσης και ιδεολογίας, αυτής που τον διέκρινε και τον σφράγισε ιδεολογικά για όλη του τη ζωή. Πριν ακόμη προσχωρήσει ρητά στην ιδεολογία της αγάπης, όπως το έκανε λίγα χρόνια αργότερα (1939), είχε ανακαλύψει την πηγή από όπου αναβλύζει αστείρευτα ο ανθρώπινος πόνος, αυτή που αποτέλεσε τη μια από τις δυο πηγές της έμνευσής του, όπως παραστατικά και επιγραμματικά τη μορφοποίησε 50 χρόνια αργότερα στη Χορωδία, όπου γράφει αναφερόμενος στις δύο πηγές της έμπνευσής του:
Δεν ξέρω από που
έρχονται τα ποιήματα
που σαν περιστέρια
το ένα τους πίσω από τ’ άλλο
φτερουγίζουνε από μέσα μου.
Δεν ξέρω από που
έρχονται τα μηνύματα
(Υπάρχει ένας τόπος
μέσα μου, όπου
γυρίζουν ιμάντες
σαλεύουνε σύμβολα
γίνονται πράγματα.)
Η αγάπη και ο πόνος
λειτουργούν ακατάπαυστα.
(Χορωδία, 1987)
...
Όσοι γνωρίσαμε από κοντά το Νικηφόρο Βρεττάκο ξέρουμε και μαρτυρούμε ότι η θεματική του δεν ήταν πρόσχημα για ποιητική αξιοποίηση. Ήταν μόνιμη και διαρκής αγωνία του και το κόστος της το ψηλαφούμε σε όλη του τη ζωή, όπως μετουσιώθηκε στο έργο του, ποιητικό και πεζό. Ο ίδιος έχει χαρακτηρίσει το έργο του ως αντιδικία με τον πόλεμο:
Αντιδικώ με τα λόγια / που απόκτησαν λόγο
κ’ επιμένουν να κάνουν / τους ποιητές να σωπάσουνε.
(Εκκρεμής δωρέα)
Τόσο τα διάσπαρτα σε όλες τις ποιητικές συλλογές αντιπολεμικά κείμενα και τα συνθετικά του έργα, όσο και η διαρκής παρουσία του στις αντιπολεμικές και αντιπυρηνικές πρωτοβουλίες και κινητοποιήσεις είναι αψευδείς μάρτυρες αυτής της αγωνίας του, που πήγαζε από τη βαθιά συνείδηση που τον διακατείχε για τον κίνδυνο που διατρέχει ο κόσμος, η ίδια η ζωή, από την τρομακτική ανάπτυξη των οπλοστασίων και των πυρηνικών όπλων. ο Νικηφόρος κατείχε το προβάδισμα στην ανησυχία για την τύχη του κόσμου, που πολύ αργότερα εκφράστηκε από τα κάθε λογής οικολογικά κινήματα. Τόσο στο συγκλονιστικό γράμμα στον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ (1954), όσο και στην Αυτοβιογραφία του (1961), είναι έκδηλη η αγωνία του για την τύχη του κόσμου που πηγάζει από μια σαφή συνειδητοποίηση των αιτίων του ανθρώπινου προβλήματος που ξεκινάει από την ιδιοτέλεια και την απουσία αγάπης από τον κόσμο.
...
Αλλά η ιστορία της σχέσης του Νικηφόρου με τον πόλεμο είναι διάφανη τόσο σε ορισμένα από τα ωραιότερα ποιήματα της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, όπως τα «Μάνα και γιός» (1940) που πρέπει να διαβάζεται με το «Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο μέτωπο της Αλβανίας» για να έχει κανείς την πλήρη γνώση του ψυχοδράματος του ποιητή, όσο και στο ίδιο ψυχόδραμά του Το αγρίμι που οργανώνει και μορφοποιεί τις ημερολογιακές του σημειώσεις από την περίοδο του πολέμου του ’40. Επιστρατευμένος ο ποιητής από τον Αύγουστο του 1940 πήρε μέρος στον ελληνοϊταλικό πόλεμο από τις τάξεις του συντάγματος του συμπατριώτη του Κωνσταντίνου Δαβάκη.
...
Ο ποιητής με ειλικρίνεια αναγνωρίζει τον καταλυτικό ρόλο που έπειξε η πολεμική του εμπειρία για την κοινωνική του ένταξη και τη συμμετοχή του στον αντιστασιακό και τους κοινωνικούς αγώνες στη συνέχεια:
«Επέζησα χωρίς να το υπολογίζω από πριν, χωρίς να το περιμένω πως θα επιζήσω. Επέζησα έχοντας κερδίσει μια σπουδαία εμπειρία. Γύρισα μ’ έναν απέραντο θαυμασμό για τον ελληνικό λαό αυτόν καθ’ εαυτόν, τον λαό τον ακέφαλο, τον οργανωμένο από τα ίδια του τα αισθήματα, από την ίδια του τη φύση, μέσα στην αγραμματοσύνη του και τη στέρησή του. Να ένα θαυμαστό καταφύγιο. Γυρίζοντας θα πήγαινα μαζί του.»
Σ’ αυτό το πλαίσιο βρίσκει νόημα και ερμηνεύεται η στράτευση του ποιητή στο ΕΑΜ και στη συνέχεια στο ΚΚΕ καθώς και η λογοτεχνική του παραγωγή που δοξαστικά αποτυπώνει την εποποιία των Ρώσων στο Στάλιγκραντ στην Ηρωική Συμφωνία, το χρονικό της δράσης του Λόχου Λόρδος Μπάυρον στο πλατύ χρονικό 33 μέρες, την υποκρισία των νικητών Τσώρτσιλ, Λένιν και Ρούσβελτ στο Λόγος ενός ληστή στη Διάσκεψη του Πότσδαμ καθώς και άλλα σχετικά περιστατικά στα μικρότερα αλλά πολύ σημαντικά ποιήματά του «Το παιδί με τη φυσαρμόνικα», «Ελεγείο πάνω στον τάφο ενός μικρόυ αγωνιστή», «Οι δύο αδελφές» κ.λπ.
...
Και δεν ήταν μόνο «ένας άλλου είδους πολίτης». Ο Βρεττάκος ήταν και «ένας άλλου είδους στρατιώτης», όπως εξομολογείται στη συλλογή του «Το χρυσό αμάξι» που πρωτοκυκλοφόρησε πρόσφατα, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης δέκα χρόνων από το θάνατό του:
Δούλευα σε όλη μου τη ζωή (...)
Έκανα τη θητεία μου.
Ένας στρατιώτης από άλλο στρατόπεδο·
Φιλούσα σκοπιά έξω απ’ τ’ όνειρο.
[Δημοσιεύθηκε στο: Διεθνές Συμπόσιο για τον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο. Σπάρτη 18-21 Μαΐου 2001. Πρακτικά/ επιμ. Παντελεάκης Περικλής .- Αθήνα: Εταιρεία των Φίλων του Μυστρά και της ιστορίας του; Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Σπάρτης-Αρχείο Νικηφόρου Βρεττάκου, 2004.]
Παναγιώτης Κωνσταντακόπουλος (συνθέτης)
Πώς μελοποίησα τον Νικηφόρο Βρεττάκο>
[από δημοσιεύσεις: περιοδικό <ΓΙΑΤΙ> –Σεπτέμβριος 1991-
και από τα ΠΡΑΚΤΙΚΑ του 1ου Διεθνούς Συμποσίου για τον Νικηφόρο Βρεττάκο –Μάϊος 2001-]
Έτυχε, από μαθητής, καθισμένος τα βράδια στο τζάκι του σπιτιού μου, στο χωριό μου, να θυμάμαι να ξεχωρίζω από τα σχολικά αναγνωστικά τα ποιήματα και ν΄αρχίζω, άλλοτε δυνατά και άλλοτε σιγανά να τα διαβάζω τραγουδιστά είτε με αυτοσχέδιο δικό μου μελωδικό και ρυθμικό σκοπό, είτε με κάποιο γνωστό μελωδικό σκοπό.
Έτυχε απ` ευθείας από τα τραγούδια του θέρους, των γάμων, των αρραβώνων μα και των μοιρολογιών που ηχούσαν στο μικρό μου χωριό, να πιάνω τον εαυτό μου να πάλλεται και να μετέχει μαζί με τους «κορυφαίους» τραγουδιστές και ταυτόχρονα να ψάχνει αυτό που λέμε μουσική του λόγου μα και ρυθμική του λόγου.
Έτυχε στα πρώτα μου φοιτητικά χρόνια (σπούδασα Μαθηματικά) να γνωρίσω από κοντά την ορχήστρα, τους μουσικούς, τη θεωρία της μουσικής. Άρχισα να διαβάζω ποιητές από εσωτερική ανάγκη, να βρίσκω χώρους που αναζητούσα, τρόπους έκφρασης και προσέγγισης απλών γεγονότων, καταστάσεων. Άρχισα να διαβάζω μουσικά τον ποιητικό λόγο του Διονυσίου Σολωμού και του Ανδρέα Κάλβου και να κάνω τις πρώτες μου συνθέσεις.
Ήτανε άραγε σύμπτωση η γνωριμία μου με τον Νικηφόρο Βρεττάκο; Θα σας γράψω δυό λόγια για την πρώτη μας γνωριμία, όσο γίνεται πιο σύντομα. Ήταν και ήμουν ακροατής σε κάποια συναυλία στη Λυρική Σκηνή, στην οδό Ακαδημίας, το έτος 1982 ή αρχές του 1983. Επειδή από τότε έμπαινα στο πνεύμα της ποίησης αλλά και της μελοποίησης (είχα ήδη μελοποιήσει Σολωμό, Κάλβο), τον ρώτησα, ποια η θέση του, αν ένας νέος μελοποιούσε κάποια από τα ποιήματά του. Μου απάντησε: «…Θα ήταν ιδιαίτερη τιμή για μένα, αν κάποια από τα ποιήματά μου γίνουν τραγούδι. Έτσι κι αλλιώς, ένας από τους προορισμούς του ποιήματος είναι και το τραγούδι και ιδιαίτερα αν γίνει από έναν νέο». (υπάρχει στο προσωπικό μου αρχείο, η ηχογραφημένη από μένα, αυτή η απάντηση από τον Νικηφόρο Βρεττάκο). Από κείνη τη στιγμή ένοιωσα μέσα μου δυνατός, είχα την προαίσθηση ότι κάτι θα εκραγεί μέσα μου. Με συγκλόνισε το βάθος αυτού του ανθρώπου, είπα…!
Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, αγόρασα τον πρώτο τόμο της συλλογής των ποιημάτων του. Άρχισα να διαβάζω από την αρχή το Έργο του. Ένοιωθα ότι κάτι κοινό να έχουν οι δυό κόσμοι μας. Διάβαζα ιδέες που θα ήθελα να είχα ο ίδιος σκεφθεί και να είχα γράψει. Σε καθημερινή σχεδόν βάση έβρισκα κάτι καινούργιο.
Άρχιζε, μόνο του το ποίημα, να με ωθεί στη μουσική ανάγνωση, δηλαδή μέσα από την εσωτερική του ρυθμολογία να αναβλύζει η μελωδική γραμμή του λόγου μ` έναν καθαρά δικό μου τρόπο. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον πώς αρχίζεις και πώς τελειώνεις ένα τραγούδι. Νομίζω απλά. Αφού έχεις διαβάσει πάλι και πάλι κάποιο ποίημα που νοιώθεις ότι είναι κοντά σου, ή καλύτερα, το ίδιο το ποίημα σε αναγκάζει να μείνεις δίπλα του, δηλαδή κυοφορεί μέσα σου αυτό το κρυφό που κρύβει, τότε δίνεις τη μορφή της μελωδίας που σου βγαίνει βασισμένη στη ρυθμική του λόγου.
Στις 18.1.1984, αφού έχω ενεργά ασχοληθεί με ορισμένα του ποιήματα, επικοινωνώ και συναντιέμαι μαζί του, στην οδό Φιλολάου, ώρα 9 το πρωί σ` ένα μικρό δυάρι γεμάτο βιβλία! Αφού μου έψησε και ήπιαμε συζητώντας το ωραίο καφεδάκι , βάζω την κασέτα στο μαγνητόφωνο (που είχα πάρει μαζί μου γιατί ο ίδιος είχε μόνο ένα μικρό ραδιόφωνο) για ν’ ακούσει σαν δείγμα της δουλειάς μου, δυό μελοποιημένα ποιήματα. Το πρώτο «Επιστροφή στο βουνό» από τη συλλογή ‘Παραλειπόμενα΄ και το δεύτερο «Με χαμένη την τροχιά μου» από την συλλογή ΄Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων ΄. Τραγουδούσα ο ίδιος στο μαγνητόφωνο παίζοντας και πιάνο. Αυτό ήταν! « Να συνεχίσεις! Να συνεχίσεις!...». Θυμάμαι έντονα, όταν άκουσε το πρώτο και μετά το δεύτερο τραγούδι, αμέσως τηλεφώνησε σ΄ένα στενό του φίλο (δεν ρώτησα ποιόν) και του βάζει το μαγνητόφωνο στο τηλέφωνο, να ακούσει. Αμέσως μου χαρίζει ενυπόγραφα τον δεύτερο τόμο των ποιημάτων του. Θυμάμαι στο ποίημα « Επιστροφή στο βουνό» , είχα εμπνευστεί δυό πρόσωπα –άντρας, γυναίκα-και του έκανε εντύπωση. Πράγματι το ποίημα κρύβει ισχυρό διάλογο, που έντονα πια στο τραγούδι φαίνεται. Το ποίημα αυτό το ερμήνευσαν στην πρώτη μου συναυλία, που ήταν αφιερωμένη στον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο και έγινε στα κτήρια των πρώην ΕΑΤ- ΕΣΑ στις 25 4 1986, η Ευγενία Συριώτη και ο Γιάννης Θωμόπουλος.
Άρχιζε η επικοινωνία και η ανθρώπινη και η «καλλιτεχνικής φύσεως» με σχεδόν καθημερινή συχνότητα. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό, που είχα την ευκαιρία για δέκα ολόκληρα χρόνια να έχω δίπλα μου τον άνθρωπο και ποιητή μα και τον ποιητή και άνθρωπο που τον λέγαν Νικηφόρο Βρεττάκο. «Να με φωνάζεις Νικηφόρε» μου `λεγε. Δεν μπορούσα. «Κύριε Νικηφόρε» τον αποκαλούσα και πάντα στον ενικό, κατόπιν δικής του επιθυμίας.
«Κύριε…» της ποίησης!
Όπως σας είπα, το 1986, στις 25 Απριλίου, προς τιμήν του Νικηφόρου Βρεττάκου, κάνω την πρώτη μου «παρθενική» συναυλία (ήμουν τότε 22 χρονών) οργανωμένη από το Δήμο Αθηναίων (περίοδος Δημ. Μπέη). Παρουσίασα έναν κύκλο τραγουδιών μου σε ποίηση Βρεττάκου, με τραγουδιστές την Ευγενία Συριώτη, Αντώνη Καλογιάννη, Γιάννη Θωμόπουλο και έναν νέο σπουδαίο βαρύτονο, τον Κωστή Κωσταντάρα. Τα μελοποιημένα ποιήματα που παρουσίασα ήταν: «Νύχτα στο ίδιο τραπέζι», «Το τριαντάφυλλο», «Επιστροφή στο βουνό», «Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα», «Τα μάτια της Μαργαρίτας», «Και φεύγοντας έρχεσαι», «Με χαμένη την τροχιά μου», «Μόνωση», «Σου στήνω μια καλύβα», « Παράκληση για συγνώμη».
Ήταν τόσο επιτυχής αυτή η συναυλία, ώστε το ίδιο βράδυ, μου έκλεισαν ημερομηνία επανάληψης για τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους. Θυμάμαι, όταν ο Καλογιάννης τραγούδησε «τα μάτια της Μαργαρίτας», ο κόσμος χειροκροτούσε τόσο έντονα, ώστε το ίδιο τραγούδι το τραγούδησε δεύτερη φορά.
Έγιναν πολλές συναυλίες μετά, σχεδόν όλες προς τιμή του Νικηφόρου Βρεττάκου, με μόνιμους τραγουδιστές από το `86-`90 την Ευγενία Συριώτη, Ανδρέα Κουλουμπή (βαρύτονο της Λυρικής σκηνής), Γιάννη Θωμόπουλο (λαϊκό τραγουδιστή) και Ara Adams (κλασσική soprano) και τους ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου Κάρμεν Ρουγγέρη, Τζένη Μιχαηλίδου, Τόνια Μάνεση.
«Η επιτυχία ήταν έκδηλη, γι` αυτούς που άκουσαν», έλεγε ο Νικηφόρος «γιατί ο ποιητικός λόγος αναδεικνύεται μέσα από το τραγούδι». Ο Νικηφόρος που ήταν σχεδόν σε όλες τις συναυλίες μου, αφού ο ίδιος με πρότεινε όταν τον καλούσαν: αίθουσα «Παρνασσός», «Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών» (1987 και 1991)[-«..εσύ είσαι ο Κωνσταντακόπουλος»; μου λέει ο Σταθόπουλος,- ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών όταν με σύστησε εμένα ο Βρεττάκος να κάνω συναυλία κατά την βράβευσή του από το Πανεπιστήμιο. «σε νόμισα μεγάλο…» και γελούσε με την καλή έννοια. Στο τέλος της συναυλίας με αγκάλιασε χαρούμενος…! ], «Θέατρο του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών» (2 φορές 1988, 1990) [ ένας χώρος σαν στο σπίτι μου! Με αγάπησαν! Έκανα όλες μου τις πρόβες στο καταπληκτικό αυτό Θέατρο], «Δημοτικό Θέατρο Πειραιά», «Θέατρο Καισαριανής», «Θέατρο Νέας Σμύρνης», «Θέατρο Αργυρούπολης», «Μικρό αλλά και Μεγάλο Κηποθέατρο Ηρακλείου Κρήτης», «Αρχαία Ολυμπία», «Κάστρο Χαλκίδας», «Φεστιβάλ Ιθάκης», «Κροκεές Λακωνίας»- 3 φορές, ιδιαίτερης πατρίδας του Νικηφόρου-, «Σαϊνοπούλειο Θέατρο Σπάρτης» -κάνω τα εγκαίνια του θεάτρου,…
Με το Νικηφόρο υπήρχε μεταξύ μας, μια άλλη σχέση, μη τυπική. Καθημερινά σχεδόν επικοινωνούσαμε. Τον έβλεπα σα δάσκαλό μου, σαν παππού μου. Πολλές φορές ταξιδεύαμε. Ώρες και ώρες συζητούσαμε. Μου εξηγούσε πολλά….! Πολλές φορές, όταν θες να γράψεις μουσική, ο ίδιος ο ποιητής σου είναι απαραίτητος.
Διάβαζα, διάβαζα την ποίησή του. Σεβόμενος το λόγο, άρχιζα να δίνω τη μορφή του τραγουδιού. Πολλές φορές, άλλαζα τα μουσικά μέτρα σ` ένα τραγούδι επειδή δεν ήθελα παρατονισμούς αλλά και όταν κάτι που είχε μεν μετρική μορφή, αισθητικά όμως αυτή η μορφή μου φαινόταν περιττή. Η μουσική (αρχικά μελωδικοαρμονική) ήταν τέτοια, ώστε ο ακροατής να αντιλαμβανόταν από μένα το ποίημα που έγινε τραγούδι.
Η μουσική μου ήταν άποψη προσέγγισης του ποιητικού λόγου. Όλα ξεκινούσαν από τον πυρήνα που διέκρινα (ένοιωθα) σε κάθε ποίημα. Αυτός ο πυρήνας με ωθούσε να χαρακτηρίσω μουσικά το ποίημα, να διαβάσω μουσικά τον ποιητικό λόγο. Έτσι λοιπόν γεννιόταν η μελωδία με την αρμονική στήριξή της. Πολλές φορές η πρωτογενής μελωδία ήταν αυτή που έμενε. Στο σημείο αυτό πρέπει να τονίσω πως ήμουνα από τους πιο τυχερούς συνθέτες για τον απλό λόγο ότι ο πρώτος ακροατής υπήρξε ο ίδιος ο ποιητής.
Τώρα, με το πέρασμα του χρόνου συνειδητοποιώ πως αυτή η μορφή συνεργασίας και επικοινωνίας, συνθέτη-ποιητή, δηλαδή εμένα και του Βρεττάκου, πόσο γόνιμη και αποδοτική υπήρξε, όχι σε ποιότητα μόνο αλλά και σε ποσότητα. Έτσι, η συμβολή του στις μελοποιήσεις μου ήταν αισθητή, ειδικά στα πρώτα χρόνια.
Έκπληξη μου έγινε όταν μετά το θάνατο του Νικηφόρου, και η ΕΡΤ μετά από πρόταση του Μίκη Θεοδωράκη παρουσίασε με την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής το Έργο μου «Θολά Ποτάμια» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών (14.4.1994), στην διάρκεια των δοκιμών, ένας δημοσιογράφος , ο Κώστας Κωβαίος, μου δίνει ιδιόχειρη επιστολή του Νικηφόρου, λέγοντάς μου, διάβασέ την και κράτησέ την ως κειμήλιο . Έγραφε:
[ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, Αθήνα 3.11.1988.
Κ. Κωβαίο,
Σας συνιστώ τον Παναγιώτη Κωνσταντακόπουλο, παιδί από την επαρχία, ταλαντούχο νέο συνθέτη, δεν έχει προσβάσεις, που αν τον βοηθούσατε θα προσφέρατε υπηρεσία στην ίδια τη μουσική.
πολύ φιλικά,
Νικηφόρος Βρεττάκος]
Ήταν να γίνει ένα γύρισμα για το Νικηφόρο Βρεττάκο από το σκηνοθέτη Πώλ Σκλάβο. Ο Νικηφόρος ήθελε να ακουστούν κάποιες από τις μελοποιήσεις μου. Μα, …το γύρισμα ποτέ δεν έγινε….!
Η φαντασία μου έτεινε, με δικό μου, καθαρά, τρόπο, να προσεγγίσει τη φαντασία του λόγου (του ποιητή). Έτσι η εισαγωγή του κάθε τραγουδιού θα πρέπει να σε φέρνει στο «περιβάλλον» του ποιητικού τοπίου.
Για παράδειγμα, στο ποίημα «Νύχτα στο ίδιο τραπέζι» δίνω αυτή την εικόνα χρησιμοποιώντας, μέσω της ελάσσονος κλίμακας, τέτοια μελωδία, στηριγμένη στο ηχόχρωμα των μουσικών οργάνων κλασικής κιθάρας, όμποε, βιολοντσέλου, κλασικού μπάσου και πιάνου, ώστε να προετοιμάσω τον μελοποιημένο ποιητικό λόγο που ακολουθεί. Πέρα από τη ρυθμική του λόγου, η μουσική, τοποθετεί μέσω της καθαρά δικής μου αισθητικής άποψης, στο χώρο του ακροατή, τον «στολισμένο» πια, με απέριττο τρόπο, λόγο του ποιητή.
Στο σημείο αυτό, θα ήθελα να τονίσω τον διαχωρισμό της μουσικής σύνθεσης από την τραγουδοποίηση του λόγου.
Εννοώ, πως ο λόγος του Νικηφόρου Βρεττάκου μα και η παρουσία του με ωθούσε να συνθέτω και όχι απλά να τραγουδοποιώ. Στην παράλληλη κίνηση των πενταγράμμων και εννοώ την συνθετική ενορχήστρωση, η επιλογή του μουσικού οργάνου, η επιλογή της καλύτερης των ιδεών μουσικής γραφής που γινόταν «ως επί το πλείστον» με αφαιρετικό τρόπο, υπηρετούσε την απλή ιδέα: Πρώτα, ο λόγος.
Θυμάμαι τη σύνθεση στο ποίημα «Το τριαντάφυλλο». Είμαστε με το Νικηφόρο και την αλησμόνητη γυναίκα του την κα Πίτσα (όπως την αποκαλούσα), για λίγες μέρες στο Σούνιο –σε κάποιο σπίτι που του είχαν παραχωρήσει για μικρές διακοπές και μ` έπαιρναν μαζί τους-. Ο Νικηφόρος μου διάβασε το συγκεκριμένο ποίημα. Εγώ, αποτύπωνα μέσα μου, σχεδόν ταυτόχρονα και την μελωδική γραμμή μα και την ενορχηστρωτική σύνθεση αλλά και τη ρυθμική αγωγή. Σημείωνα πάντα μ` ένα μολύβι τις δυο-τρείς ιδέες δίπλα στο ποίημα.
Ένοιωθα, όταν αυθόρμητα του `λεγα του Νικηφόρου: όταν θ΄ ακούγεται το «Είδα στον ύπνο μου απόψε πως μίκρυνες, πως έγινες ένα τριαντάφυλλο κόκκινο, φρέσκο, σαν άκοπο…» τότε το βιολοντσέλλο σε μορφή pizzicato (τσιμπώντας ο εκτελεστής τη χορδή) και τα υπόλοιπα έγχορδα «πιανίσιμα», ότι θα δημιουργούν την τρυφερή αυτή εικόνα του ποιήματος…τότε λοιπόν, ένοιωθα ο Νικηφόρος και εκείνος να με νοιώθει και να με καταλαβαίνει.
Χωρίς να υπερβάλλω, θέλω να σας `πώ πως στα δέκα χρόνια που ήμουν δίπλα του, ένοιωθα να καταλαβαίναμε ο ένας στον άλλο βαθειά και δεν εννοώ στο φιλικό μόνο επίπεδο μα στο πεδίο της συνεργασίας, της δημιουργίας.
Κάθε πρωί, στις 9.00 μου τηλεφωνούσε. Συνήθως τον ρωτούσα κάτι για αυτό που την προηγούμενη έγραψα και του έπαιζα με το πιάνο, μέσω τηλεφώνου.
Πολλές φορές στην μελοποίηση κάποιου ποιήματος, μετά την συζήτηση γι` αυτό με τον ίδιο τον Νικηφόρο, κατευθυνόταν η αρχική μου μουσική σκέψη πιο κοντά στον πυρήνα της αρχικής ιδέας του ποιητή, όπως και προηγουμένως τόνισα. Αυτή η ασύμπτωτη προσέγγιση μ` έκανε πολλές φορές ν` αναιρώ την ίδια τη μουσική αρμονία και να περνάω, μέσα από τις μουσικές διαφωνίες, αυτό που μουσικά έγραφα.
Είναι έντονο το παράδειγμα στη μελοποίηση του ποιήματος <ΠΑΡΑΝΑΛΩΜΑ>: «Ήλιε, σύ τρώς τα σπλάχνα μου/φλόγες μου σεις με καίτε/ πήρε φωτιά από τα` άστρα του/ και καίγεται ο ουρανός…»
Είναι τέτοια η γραφή της εισαγωγής, τόσο η μετρική, η μελωδική, η σχεδόν μη υπάρχουσα παραδοσιακή αρμονία που πρέπει να δώσω την ένταση που ένοιωσα στον ακροατή, άμεσα και τάχιστα. Θυμάμαι, με έφερε έντονα σ` αυτή την προσέγγιση αρχικά ο λόγος και μετά ο ίδιος ο ποιητής με δυό-τρείς απόψεις του. Όπως γνωρίζετε, οι ποιητικές αναλύσεις δεν άρεσαν στον Νικηφόρο Βρεττάκο. Μου έλεγε : «Ή νοιώθεις ένα έργο τέχνης ή όχι».
Θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να τονίσω την συνεργασία μου με τον ποιητή για επιλογές κάποιων εκ των στίχων, όταν δεν μπορούσε να παρουσιαστεί μουσικά, ολόκληρο, ένα μεγάλο ποίημα ( όπως για παράδειγμα στα ποιήματα «Μόνωση», «Το νύχτωμα ενός αετού», «Τα μάτια της Μαργαρίτας», «Πικραμένος Αναχωρητής», κ. ά.)
Όταν έγραψα τη μουσική στον «Πικραμένο Αναχωρητή» (είχαμε το `86 κάνει μαζί κάποιο «συμπύκνωμα»), θυμάμαι του άρεσε!!!! …πολύ!!!! . Το ποίημα αυτό το είχε γράψει, όπως ο ίδιος μου είπε, το 1948 για την Μικρασιατική καταστροφή. Χρησιμοποίησα το ρυθμό (7/8), Ελληνικότατο ρυθμό (Καλαματιανό). Όσο αφορά τη μελωδική γραμμή, είναι θέμα έμπνευσης. Ήταν μάλλον το πιο αγαπημένο του τραγούδι μας;
Αν θέλετε, το πιστεύετε, ότι αυτό το τραγούδι, μουσικά γράφηκε σε ελάχιστο χρόνο (ίσως λεπτών). Όμως, με στροβίλιζε το ποίημα που το διάβασα και το ξαναδιάβασα πολλές-πολλές φορές. Βλέποντας τον Βρεττάκο ένα πρωί, πολύ πικραμένο, ήταν Φθινόπωρο του `86, έγραψα τη μουσική (21.11.`86).
Ο «Πικραμένος Αναχωρητής», τραγουδήθηκε τέλεια το 1987, για πρώτη φορά στην Αίθουσα Τελετών του Πανεπιστημίου Αθηνών από τον βαρύτονο της Λυρικής Σκηνής Ανδρέα Κουλουμπή. «Σαν ογκόλιθος» ακούγεται, ερμηνεύει…μού `λεγε για τον πολύ μεγάλο καλλιτέχνη τον Κουλουμπή, ο οποίος όπως και ο Θωμόπουλος και η Ευγενία Συριώτη και αργότερα η Μαίρη Δημητριάδη ήταν για μένα οι σχεδόν μόνιμοι ερμηνευτές των Έργων μου πάνω στην ποίηση του Βρεττάκου μα ήταν επίσης και αυτοί πηγή έμπνευσης για μένα! Ήμουνα ευτυχής; Ο ποιητής με ενέμπνεε, ο ποιητής ήταν δίπλα μου και παρών όταν έγραφα, οι ερμηνευτές μου με ενέμπνεαν και διαβάζοντας το τάδε ποίημα ανάλογα σκεφτόμουν ποιος θα το ερμήνευε καλύτερα! Τι να ειπώ για την ανεπανάληπτη ερμηνεία της Δημητριάδη στο «Τρείς άστεγοι», στο «Κατεβαίνοντας στη σιγή των αιώνων», στο «Όλα τα χρόνια που έλειπα», στο «Τριαντάφυλλο», στο «Νύχτα στο ίδιο τραπέζι»,…τα έγραφα για τη φωνή της!!!!. Τρελαινόμουνα, κατευθείαν τους τα έκανα δοκιμή,…μοναδικές στιγμές!!! Τι να γράψω για το Γιάννη Θωμόπουλο! Ερμήνευσε μοναδικά τη «Γαλήνη», το «Νύχτωμα ενός αετού», το «Και φεύγοντας έρχεσαι», το «Παρανάλωμα»..-άρεσε στο Νικηφόρο πολύ, πολύ!!!, για την Ευγενία Συριώτη αυτή που με πρωτοπαρουσίασε- στην αρχή με νόμισε «ψώνιο!!!» όπως είπε, αφού σχεδόν κάθε μέρα της τηλεφωνούσα και της έλεγα «σου `γραψα κι άλλο τραγούδι του Νικηφόρου»…ερμήνευσε καταπληκτικά το «Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα», την «Επιστροφή στο βουνό» με το Θωμόπουλο. Μοναδική ήταν και είναι η συνεργασία με τον κορυφαίο ηθοποιό Ηλία Λογοθέτη. Ερμηνεύει –τραγουδώντας-με ιδιαίτερα εκφραστικό τρόπο πολλά από τα μελοποιημένα ποιήματα του Νικηφόρου, όπως «Οι τρείς άστεγοι», «Μαζεύω τα πεσμένα στάχυα»... Ανατριχιάζω την ώρα της κάθε παράστασης!!!!.…, τον Αντώνη Καλογιάννη που ερμήνευσε μοναδικά τα «Μάτια της Μαργαρίτας»,…. Χαιρόταν ο Νικηφόρος όταν αυτοί οι σπουδαίοι ερμηνευτές ερμήνευαν το μελοποιημένο από μένα λόγο του από το 1986 ως το 1991 σε πολλές πολλές συναυλίες όπου τον καλούσαν και ό ίδιος με πρότεινε! ( γιατί ποιος να με ήξερε; ήμουνα εντελώς άγνωστος!).
Επιτρέψτε μου όμως να ξαναγυρίσω λίγο στον «Πικραμένο Αναχωρητή». Παρουσιάστηκε πολλές φορές –μιλάω ζώντος του Νικηφόρου. Στα τέλη Μαϊου του 1991, δυό μήνες πριν αναχωρήσει ο Νικηφόρος, με παίρνει ο ίδιος γύρω στις 11 το βράδυ να μου ζητήσει με έναν τραγουδιστή Κουλουμπή ή Θωμόπουλο και εγώ στο πιάνο να παρουσιάσουμε αυτό το τραγούδι την επομένη στην Αίθουσα Τελετών Του Πανεπιστημίου Αθηνών όταν το Πανεπιστήμιο Αθηνών τον τιμούσε με τον τίτλο του Επίτιμου Διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής. Μετά από λίγο μου τηλεφωνεί και ο πρύτανης , για τον ίδιο λόγο, ο Μιχάλης Σταθόπουλος. Πράγματι, η εκδήλωση έκλεισε με τον Πικραμένο Αναχωρητή κατόπιν της επιθυμίας του Νικηφόρου, ερμηνευμένο μοναδικά από το Θωμόπουλο.
Την Άνοιξη του ίδιου έτους η αγαπημένη του φίλη από τη Νέα Υόρκη η Λίτσα Τσιτσέρα μας κάνει ένα αποχαιρετιστήριο τραπέζι με τον Νικηφόρο (ήταν μαζί και η φίλη του η Νακοπούλου –χωριό Πεσταλότσι;-και κάποιοι άλλοι, σύνολο έξι-επτά άτομα), στο γνωστό εστιατόριο απέναντι από την Ακρόπολη. Βγαίνοντας, μου ζήτησε ο Νικηφόρος να ακουστεί ,από το μαγνητόφωνο του αυτοκινήτου, ο «Πικραμένος Αναχωρητής». Αγκαλιαστήκαμε όλοι, τραγουδούσαμε και χορεύαμε τον «Πικραμένο Αναχωρητή», σε ρυθμό καλαματιανό, στο πλακόστρωτο, εκεί, απέναντι από την Ακρόπολη. Αυτή την εικόνα ποτέ δεν θα την ξεχάσω!
Την Πέμπτη 1η Αυγούστου 1991 ο Νικηφόρος- πέθανε Κυριακή πρωί της 4ης Αυγούστου- μου τηλεφωνεί κατά τις 9 το πρωί. Πάω εκεί, στο σπίτι του, ήταν με την κα Πίτσα την γυναίκα του. Μου έφτιαξε καφέ. Ήταν πολύ σκεπτικός. Μου ζήτησε να ακούσει την ερμηνεία του Πικραμένου Αναχωρητή από πρόσφατη συναυλία της 21ης Ιουλίου που είχε ερμηνεύσει ο Βασίλης Σκουλάς –Κρητικός λυράρης και μοναδικός ερμηνευτής-. Όχι μόνο του άρεσε! Τρείς φορές το άκουσε. Πάμε δίπλα στο γραφείο του και με ρωτάει αν έχω κενό στην κασέτα. « Να σου διαβάσω δυό ποιήματα-μου λέει- για να έχεις την αρχή και το τέλος των συναυλιών σου από μένα». Μου διαβάζει και τον ηχογραφώ, τα ποιήματα : «Όλα τα χρόνια που έλειπα» και «Πικραμένος Αναχωρητής»!...Κυριακή πρωί ο Νικηφόρος αναχώρησε!!! Δεν είχα συνειδητοποιήσει, πως μ` αυτό τον τρόπο μ` αποχαιρέτησε μια για πάντα!
Ο τρόπος παρουσίασης των μελοποιημένων ποιημάτων γινόταν είτε λιτά, πιάνο-αφηγητής-φωνές-, είτε με ένα οκταμελές μουσικό σύνολο ( χρησιμοποιούσα και χρησιμοποιώ το άλλοτε μικρό μουσικό σύνολο που είχε ο Μάνος Χατζηδάκις), είτε με Συμφωνική Ορχήστρα και Χορωδία ( όπως παρουσιάστηκε το 1994 το Έργο μου «Θολά Ποτάμια» στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών με την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ επιλεγμένο και προτεινόμενο από τον Μίκη Θεοδωράκη).
Ο αφηγητής, ήταν ιδέα του Νικηφόρου. Ήθελε ν` ακούγεται αφηγηματικά ο λόγος του και στη συνέχεια ο μελοποιημένος λόγος.
Επίσης, πρέπει να σας τονίσω ότι ο Νικηφόρος μου έδινε ποιητικές του συλλογές, χειρόγραφες- συνήθως κόλλες αναφοράς χρησιμοποιούσε- πριν εκδοθούν. Συγκεκριμένα το `88, το μήνα Δεκέμβριο θα παρουσίαζε την ποιητική συλλογή «Η φιλοσοφία των λουλουδιών». Πριν την έκδοση του ομώνυμου βιβλίου, μου ` δωσε τα χειρόγραφα, να μελοποιήσω κάποια που θα μου πήγαιναν. Μελοποίησα τα ποιήματα «Ευσέβεια» και «Οι φωνές των λουλουδιών». Η παρουσίαση του βιβλίου έγινε στην γκαλερί ARTIGRAF, με εικονογραφίες του ζωγράφου Γιώργη Βαρλάμου και παρουσίαση αυτών των τραγουδιών (φυσικά και ο Νικηφόρος παρών).
Για να αναλύσω μουσικά τι έκανα για το κάθε ποίημα πιστεύω δεν είναι της στιγμής. Σας έδωσα δυό –τρία παραδείγματα. Ίσως αργότερα αναλύσω τις σκέψεις της εργασίας μου. Για να μελοποιηθεί ο Βρεττάκος, είναι πιστεύω, έργο ισχυρά δύσκολο. Πρέπει να τον διαβάσεις από την αρχή, να τον ξαναδιαβάσεις και πάλι και πάλι. Πρέπει να μπείς στο πνεύμα του. Να εισχωρήσεις στη σκέψη του λόγου του.
Αυτή η δεκάχρονη συνύπαρξη, επικοινωνία, συνεργασία, φιλία, έφερε σαν αποτέλεσμα να έχω μελοποιήσει στον αριθμό περίπου«50» ποιήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου καθώς να γράψω μουσική στα ποιητικά έργα « Η μητέρα μου στην εκκλησία» -μου το διάβασε και όλο ο ίδιος προκειμένου να βοηθηθώ στην μελοποίηση (υπάρχει στο προσωπικό μου αρχείο)- και «Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη», με συνθετική καθαρά άποψη. Μα, τα δυο τελευταία Έργα δεν έχουν πλήρως ολοκληρωθεί. Από καθαρά συναισθηματικούς λόγους, μετά την 4η Αυγούστου 1991 και για πολλά χρόνια, δεν μπόρεσα να ανοίξω τα βιβλία του Νικηφόρου! Τα παραπάνω Έργα έμειναν εκεί, όπου μουσικά τα είχα φτάσει, ως εκείνη τη σημαδιακή ημερομηνία: 4 Αυγούστου 1991!.
Θα ολοκληρωθούν από πλευράς μου, αισιοδοξώ, κρατώντας απέναντί του την άγραφη υπόσχεσή μου πως θα συνεχίσω σε αυτό που άρχισα ως τέλος, «…αντιστεκόμενος, όπως οι ελιές της πατρίδας μου, που σφηνωμένες γερά στην απόλυτη πέτρα,…αδιαφορούν για τις θύελλες….».